Έχεις δίκιο! Δε σ’ αγάπησα. Μου άρεσες γιατί με έκανες να γελάω, με ηρεμούσες. Αλλά δε σ’ αγάπησα! Και δεν ξέρω αν θα σ’ αγαπούσα ποτέ. Ίσως με τα χρόνια. Ίσως αν μου έδειχνες την αγάπη σου με τον τρόπο που ήθελα εγώ, αλλά τότε δε θα ήταν αγάπη, απλώς μία ανταλλαγή.

Ναι, ήσουν ό,τι καλύτερο γνώρισα, και το ξέρεις πολύ καλά. Μόνο που δεν αγαπηθήκαμε ούτε στάλα. Γιατί δεν πονάς αυτόν που αγαπάς. Δεν απαιτείς. Δεν έχεις εγωισμό μαζί του. Κι ο μόνος σου φόβος είναι να μην πάθει τίποτα, είναι να μην τον χάσεις, να μη χάσεις την πηγή της αγάπης. Γιατί έτσι φαίνεται αυτός στα μάτια σου, μία αστείρευτη πηγή που σου προσφέρει αγάπη. Κι εσύ είσαι, σαφώς, το ίδιο γι’ αυτόν. Δεν τον αγαπάς επειδή έτσι πρέπει, δεν τον αγαπάς γιατί είσαι μαζί του καιρό. Τον αγαπάς γιατί δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά.

Κι είναι τόσο δύσκολο αυτό το «κλικ» να πετύχει με τον σωστό άνθρωπο και τη σωστή στιγμή! Αλλά αν το νιώσεις, θα ξέρεις ακριβώς ότι υπάρχει. Δε θα αναρωτιέσαι αν αυτό που νιώθεις είναι αγάπη, έρωτας, ενθουσιασμός, συνήθεια ή κάτι άλλο.

Το «κλικ» αυτό δεν εξαρτάται απόλυτα απ’ την ταύτιση μυαλών. Είναι κάτι άλλο, κάτι πέρα απ’ τη λογική. Δεν ξέρω ποια σημεία του ενός αγγίζουν και ταιριάζουν ακριβώς με τα σημεία του άλλου. Απλώς συμβαίνει. Και σε εξουσιάζει. Γιατί στην ύπαρξη αυτού του δεσίματος, δεν μπορείς να πράξεις λογικά, ακόμα κι αν το θέλεις.

Δε σ’ αγάπησα, λοιπόν, και δε σου ζητάω συγνώμη γι’ αυτό. Γιατί το ίδιο συνέβη κι απ’ τη πλευρά σου. Δε θα απολογηθώ. Δε θα με νοιάξει. Έχω αφήσει πίσω μου ευχάριστες αναμνήσεις που κάποτε με έκαναν να νομίζω ότι περνάω καλά. Ήσουν ένας φίλος με κάποια παραπάνω πλεονεκτήματα. Ή, μάλλον, ούτε καν φίλος. Μια συντροφιά, μια παρέα. Κατέβα απ’ το άσπρο άλογο –που δεν είναι άλογο, αλλά μοιάζει με καλάμι–, βγάλε την πανοπλία –που δεν είναι πανοπλία αλλά μία ψευδαίσθηση– και φύγε απ’ το δρόμο μου, Δον Κιχώτη. Εγώ θα πάψω να παίζω το ρόλο της Δουλτσινέας.

Ίσως αν με αγαπούσες λίγο παραπάνω, ή ίσως πάλι το ίδιο αλλά με τον τρόπο που εγώ το καταλαβαίνω, ίσως αν φοβόσουν μη με χάσεις ώστε να νιώσω πως σημαίνω κάτι για σένα, ίσως τότε να με ξεκλείδωνες. Ίσως τότε να έριχνες και τα τείχη. Αλλά δεν τα έριξες. Ίσως να έφταιγε η κακή αρχή, ίσως το ότι ποτέ δεν κατάλαβε ο ένας τον άλλο, ή απλά το ότι κανείς δε θέλησε να καταλάβει.

Ίσως να έχεις δίκιο. Ίσως και να έμαθες πως όταν κάτι δεν πάει όπως το θέλουμε, δεν κοιτάμε να το φτιάξουμε, αλλά το πετάμε στα άχρηστα. Ίσως για όλα αυτά να μη μου κάνεις. Ίσως η αυτοπεποίθησή μου να φταίει, που δε μ’ αφήνει να συμβιβαστώ στα μέτρια. Θέλω αυτό που θέλω. Κι αν και τόσο καιρό εθελοτυφλούσα, τώρα μπορώ και βλέπω τα πράγματα όπως έχουν, χωρίς παραμορφωτικά γυαλιά που τα κάνουν όλα να φαίνονται ροζ στον κόσμο μου.

Ήρθε, λοιπόν, αυτή η στιγμή που βλέπω τα πράγματα χωρίς την επικάλυψη του συναισθήματος (ό,τι κι αν ήταν αυτό) που προσθέτει χρυσόσκονη και παραπλανά. Δε με νοιάζει αν δε με αγαπάς, εφόσον συνειδητοποίησα ότι τελικά ποτέ δε σε αγάπησα εγώ. Δε με νοιάζει αν δε σε ξαναδώ, ακόμα κι αν σε δω με άλλη.

Βρήκα την ταύτιση και πλέον δε θέλω καμία φθαρμένη κατάσταση να επισκιάζει την πληρότητά μου. Δε θα πιστέψεις ότι συνέβη σε σύντομο χρονικό διάστημα, όμως –μάντεψε– δε με νοιάζει ούτε κι αυτό. Δε με νοιάζει να στα πω όλα αυτά κατάμουτρα, ούτε ανησυχώ μην τα πάρεις πάνω σου, γιατί δε θα ‘μαστε ξανά μαζί.

Δε με νοιάζει, γιατί δε σε έχω. Γιατί δε σε είχα ποτέ! Και γιατί πάνω από όλα με νοιάζει ο εαυτός μου. Κι η ευτυχία η δική μου είναι μακριά απ’ το δρόμο σου.

Δε σε κρίνω, δε σε κατηγορώ, παίρνω όλο το βάρος και την ευθύνη του τέλους μας επάνω μου. Πες ότι σε όλα έφταιξα εγώ. Πες ότι όλα τα λάθη τα έκανα μόνη. Πες ακόμα ότι ποτέ δεν υπήρξα. Καταλόγισέ μου όσα θέλεις. Εμένα δε με νοιάζει, γιατί πλέον μπορώ και χαμογελάω.

Συντάκτης: Βάγια-Γιούλη Κιτσικούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη