Κάθε χρόνο, σε γιορτές, γενέθλια, Χριστούγεννα, Πάσχα και σε διάφορες άλλες ειδικές περιπτώσεις, στέλνουμε ή δεχόμαστε ευχές. Ευχές για υγεία, αγάπη κι εκπλήρωση ονείρων δίνουν και παίρνουν. Ευχόμαστε, όμως, ουσιαστικά και μέσα απ’ την καρδιά μας ή έχει γίνει πλέον κάτι τόσο τυπικό που το κάνουμε απλώς διεκπεραιωτικά κι όχι γιατί το εννοούμε;

Σίγουρα το savoir vivre όλο και κάτι θα επιτάσσει για τις γιορτινές μας ευχές και τον τρόπο που θα πρέπει να ευχόμαστε στον κοινωνικό μας περίγυρο. Αλλά πέρα απ’ την τυπικότητα του θέματος μήπως θα πρέπει να ζυγίζουμε περισσότερο τις ευχές που δίνουμε αλλά κι αυτές που δεχόμαστε;

Δεν είναι τόσο το περιεχόμενο όσο η σκέψη και κυρίως τα πρόσωπα πίσω απ’ αυτή τη σκέψη. Όπως και σένα σου αρέσει και περιμένεις να σου δείξει ένας άνθρωπος ότι πραγματικά σε νοιάζεται και δε σε ξεχνά, είτε μένετε δίπλα είτε χιλιόμετρα μακριά, έτσι και για όλους τους υπόλοιπους ισχύει το ίδιο. Έχει, λοιπόν, τη βαρύτητά του και τη βαθύτερη σημασία του το να ευχηθείς και το να σου ευχηθούν.

Οι ευχές μας είναι λέξεις κι οι λέξεις είναι το μέσο που χρησιμοποιούμε οι άνθρωποι για να εκφράσουμε και να εξωτερικεύσουμε όσα έχουμε στην καρδιά και το μυαλό μας. Είναι οι σκέψεις μας και τα συναισθήματά μας που γίνονται συλλαβές. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να τις χρησιμοποιούμε σωστά και να δείχνουμε στα αγαπημένα μας πρόσωπα, ή έστω σ’ όλα εκείνα που εκτιμάμε, ότι τα υπολογίζουμε κι ειλικρινά ενδιαφερόμαστε.

Είναι, λοιπόν, αρκετά δύσκολο κι αρκετά επιφανειακό το να προσπαθείς να μεταδώσεις το συναίσθημά σου μέσα από μερικές γραμμές, που θα εμφανιστούν σε μια άψυχη οθόνη. Κακά τα ψέματα, η ευχή για να ‘χει αξία και να μετρήσει, χρειάζεται ειλικρίνεια κι αυθεντικό ενδιαφέρον, όχι τυπικότητες, σαν να πρόκειται για μια αγγαρεία. Να αφιερώσεις χρόνο για να σκεφτείς τι θα πεις, μα στο τέλος να αναλάβει ο αυθορμητισμός σου.

Θέλει λίγο το χρώμα της φωνής σου, εκείνες τις οικείες παύσεις, που ξέρεις πως συνοδεύονται από στιγμές συγκίνησης ή από μικρά χαμόγελα. Θέλει κέφι κι ενέργεια για να κάνεις πραγματικά χαρούμενο τον εορτάζοντα, να του τραγουδήσεις, να τον κάνει να αισθανθεί ξεχωριστός και να προσπαθήσεις να του φτιάξεις τη μέρα. Έτσι, μετράει αυτομάτως πιο πολύ ένα τηλεφώνημα -αν δεν υπάρχει, φυσικά, η δυνατότητα να τον δεις από κοντά.

Όταν γιορτάζει κάποιος δικός σου άνθρωπος, κάποιος που ειλικρινά συμπαθείς κι εκτιμάς (αν όχι αγαπάς), θέλεις να του μιλήσεις, να τον ακούσεις, να συζητήσεις λίγο μαζί του, να τον τιμήσεις, όχι να τον ξεπετάξεις μ’ ένα μήνυμα. Ένα απλό sms ή –ακόμα χειρότερα– ένα τυπικό «χρόνια πολλά» σε έναν διαδικτυακό τοίχο ή σ’ ένα σχόλιο στα social media δε δείχνει σκέψη αλλά αδιαφορία, σαν να ‘ναι απλώς μια υποχρέωση. Το λιγότερο, λοιπόν, που μπορείς να κάνεις για έναν δικό σου άνθρωπο είναι να του ευχηθείς προσωπικά, κι αν κάτι τέτοιο δε σου βγαίνει ή το θεωρείς χάσιμο χρόνου, μην τον ονομάζεις καν δικό σου άνθρωπο.

Οι άνθρωποί μας, οι φίλοι μας, οι συγγενείς μας, δεν είναι κοινωνικές υποχρεώσεις που πρέπει να βγάλουμε από πάνω μας. Κι όντως, δεν είναι οι ευχές μας αποδείξεις των συναισθημάτων μας, ανήκουν όμως σ’ εκείνες τις μικρές πράξεις που ‘χουν μεγάλη σημασία.

Το να κάνεις αισθητή την παρουσία σου, να αφιερώσεις το χρόνο σου για να αποδείξεις σε κάποιον ότι είσαι εκεί και πάντα θα ‘σαι, οπουδήποτε κι αν βρίσκεσαι, κάθε χρόνο, την ίδια μέρα (αλλά και κάθε άλλη μέρα) είναι το λιγότερο που μπορείς να δώσεις σε μια σχέση που θέλεις να κρατήσεις. Γι’ αυτό όταν έρχονται μέρες γιορτινές, ή γενέθλια, καταλαβαίνουμε κι εμείς οι ίδιοι ποιους νοιαζόμαστε, ποιοι θέλουμε να ‘ναι στη ζωή μας και ποιοι δε μας αφορούν καθόλου.

Κι αντίστροφα, απ’ τις ευχές που λαμβάνουμε, που όσο μεγαλώνουμε λιγοστεύουν, συνειδητοποιούμε κι εμείς ποιοι ήταν πάντα εδώ για μας, ποιοι δε μας ξεχνούν κι έχουν την έγνοια μας, ποιοι νοιάζονται κι αφιερώνουν λίγο απ’ το χρόνο τους για να μας σκεφτούν και να μας ευχηθούν τα καλύτερα μέσα απ’ την καρδιά τους.

Και τώρα, μέρες που είναι, ας δώσουμε κι ας ρουφήξουμε όσο πιο πολλή ουσιαστική αγάπη μπορούμε, μακριά από υποκριτικές τυπικότητες!

 

Συντάκτης: Σοφία Μπουμπάρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη