Θάρρος∙ μία έννοια που δηλώνει το κουράγιο και την τόλμη που έχουμε να αντιμετωπίζουμε ανθρώπους και καταστάσεις με περίσσια δύναμη, ακόμη κι αν φοβόμαστε, καθώς το ίδιο το θάρρος θα μας δώσει τα εχέγγυα να ξεπεράσουμε αναστολές κι ενδεχόμενες συνέπειες.

Πόσες φορές δε βγάλαμε λέξη σε κάποια προσβολή, καταπίνοντας την περηφάνια μας; Όταν μας κατηγόρησαν για κάτι κι απλώς ζήσαμε μ’ αυτό, κουβαλώντας το σαν ενοχή, επειδή πιστέψαμε –ακόμη κι εμείς οι ίδιοι– πως μπορεί να ‘ναι κι έτσι. Ταμπέλες που μας κόλλησαν κι όχι μόνο δεν αντιδράσαμε, αλλά σκύψαμε το κεφάλι για να μη δημιουργήσουμε εντάσεις. Περάσαμε πολλές φορές απ’ το θάρρος στη δειλία για να μη γίνουμε κακοί ή επειδή είμαστε ενοχικοί και ντεμέκ «καλά παιδιά» και σκεφτήκαμε πως η αλήθεια θα λάμψει από μόνη της. Τραγικό λάθος, γιατί χαλαρώσαμε πολύ τα δικά μας όρια για να μη ζορίσουν κάποιοι άλλοι τα δικά τους. Άλλοι που είχαν όχι μόνο θάρρος αλλά και κακόβουλο θράσος.

Θέλει πολύ γερό στομάχι να μπορούμε να διαχειριζόμαστε τις διαφωνίες και τις διαφορές μας πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν ωφελεί –κυρίως εμάς– να γυρίζουμε απλώς την πλάτη και να εξαφανιζόμαστε απ’ τις ζωές κάποιων, επειδή δεν μπορούμε να μπούμε στη διαδικασία να διεκδικήσουμε το δίκιο μας. Αν υπάρχει. Γιατί μόνο με την κατά πρόσωπο συζήτηση θα προκύψει αυτό. Μπορεί εμείς να το πήραμε αλλιώς, κάποιος να το εννοούσε διαφορετικά, κάποιος άλλος να ήθελε απλώς να βάλει φιτιλιές κι ένας τελευταίος να μας τρομοκρατήσει. Και στην τελική, μπορεί από όλο αυτό να προκύψει πως, ναι, όντως δε χρειάζεται να ξανασχοληθούμε, αλλά αν μη τι άλλο θα έχουμε πλήρη εικόνα του πραγματικού κι όχι του φανταστικού, που μπορεί να έχουμε σχηματίσει στο κλούβιο μας κεφάλι.

Εστιάζοντας στους ανθρώπους-φαντάσματα που μπαίνουν και βγαίνουν απ’ τις ζωές κάποιων κατά βούληση, είναι μία κατηγορία που έχει γίνει, σχεδόν, πληγή για κάποιους άλλους. Πληγή που εκεί που πάει να επουλωθεί, τσουπ, εμφανίζεται πάλι ο άνθρωπος που φτιάχνεται με το να την σκαλίζει και πάμε ξανά απ’ την αρχή. Κι αφού ξέρουμε πως το έργο θα επαναληφθεί συνεχίζουμε να παίζουμε στο θέατρο του παραλόγου και μάλιστα κρατώντας ρόλο πρωταγωνιστικό.

Οι άνθρωποι-φαντάσματα δεν έχουν θάρρος. Αποδεδειγμένα. Βολεύονται με το να εξαφανίζονται –σαν άλλοι μάγοι Κόπερφιλντ– κι όταν νιώσουν πάλι πως έχει καταλαγιάσει η μπόρα για μας και δε θα τους αρχίσουμε στα κουτουλίδια, άμα τη εμφανίσει τους, επιστρέφουν για να ξαναπάρουν τη δόση τους, καθώς φτιάχνονται όταν βλέπουν πόση αδυναμία, ενδεχομένως, τους έχουμε και καμία αντίσταση δεν προβάλλουμε, αλλά δεχόμαστε οποιαδήποτε δικαιολογία τους αμαχητί.

Οι δικαιολογίες τους δεν ποικίλουν κι είναι εξαιρετικά προβλέψιμες από ένα σημείο και μετά, όταν καθόμαστε και το σκεφτόμαστε λογικά. Είτε θα πουν ότι δεν ήταν ψυχολογικά καλά, ότι πιέστηκαν, ότι δεν ήθελαν να μας συγχύσουν, πως σκοπός τους ήταν να μας προστατεύσουν ή ότι απλώς ήταν σε κακή φάση. Κακή φάση! Κακός είναι ο λύκος που τρώει πρόβατα, αλλά εκείνα είναι προβατάκια, κι έτσι είναι η διατροφική αλυσίδα του ζωικού βασιλείου. Εμείς; Είμαστε πρόβατα ή δεχόμαστε με απάθεια την ένταξή μας στο –κατά τ’ άλλα, εξαιρετικά αγαπητό– ζωικό βασίλειο;

Είναι σημάδι ποιότητας χαρακτήρα να μη φοβόμαστε να διαφωνούμε και να διεκδικούμε κατά πρόσωπο. Είναι σημάδι ανεξίτηλο το άλλο, που μας μένει όταν αδιαφορούν για μας, καθώς επιδεικνύει απαξίωση κι αν είσαι αξιοπρεπής, η απαξίωση πληγώνει πιο πολύ απ’ την απόρριψη. Αλλά αυτό είναι ένα εξίσου μεγάλο κεφάλαιο που πρέπει να δουλέψουμε με τον εαυτό μας. Γιατί το πόσο θα μας ενοχλήσει έχει να κάνει με το τι αξία του δώσαμε εμείς. Και καμιά φορά η αντικειμενική αξία με την υποκειμενική έχουν τεράστια διαφορά.

Απ’ την άλλη, αν δούμε με τον εαυτό μας κατά πρόσωπο μία τέτοια κατάσταση, σαν τρίτο άτομο, και σκεφτούμε τι θα λέγαμε στο φιλαράκι μας αν του συνέβαινε κάτι τέτοιο, η απάντηση βγαίνει σχεδόν αυτόματα: «Μπόρα είναι, θα περάσει. Φρόντισε να ξεστραβωθείς και πάμε καμιά βόλτα τώρα να ξελαμπικάρεις.»

 

Συντάκτης: Σοφία Σοφιανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη