Ο δολοφόνος, λένε, επιστρέφει πάντοτε στον τόπο του εγκλήματος. Είτε για να ρίξει μια ματιά σε ό,τι κατέστρεψε, είτε για να χτυπήσει δεύτερη φορά και να αποτελειώσει ό,τι άρχισε. Όπως κάνουν κι οι «δολοφόνοι» του συναισθήματος. Εκείνοι φεύγουν, αφήνουν χαλάσματα πίσω τους και γυρνούν ξανά για να δουν τι απέμεινε. Θυμίζουν τους ανθρώπους εκείνους που φεύγουν αναζητώντας συνεχώς άλλα μέρη. Και μόλις αποτύχουν, γυρνούν ξανά πίσω στην πατρίδα που θα τους υποδεχτεί στη σίγουρη αγκαλιά της. Η καρδιά, όμως, δεν είναι πατρίδα που περιμένει με ανοιχτές αγκάλες. Οι άνθρωποι δεν είναι μαγαζιά για να μπαίνεις και να βγαίνεις όποτε θέλεις. Το συναίσθημα δεν έχει διακόπτη on/off για να το αναβοσβήνεις όταν θα έχεις την ανάγκη του.

Πολλοί νομίζουν πως όταν τους εκδηλώνεις ένα συναίσθημα, θα παραμείνει αναλλοίωτο, δεδομένο και διαθέσιμο για πάντα. Το πιο συχνό φαινόμενο είναι εκείνο του «reverse flirt». Ξέρεις, αυτό που κάποτε φλέρταρες κάποιον που σου άρεσε κι εκείνος σου είπε «όχι» ή απλώς αδιαφόρησε για την ύπαρξή σου. Λίγο καιρό αργότερα, σε είδε στον δρόμο, την περίοδο όπου εσύ ήσουν στα καλύτερά σου και το ίδιο βράδυ σου έστειλε το κλασσικό μήνυμα: «Με θυμάσαι;»

Υπάρχουν εκείνοι οι άνθρωποι, λοιπόν, με το περίσσιο θράσος, που χτυπούν ξανά την πόρτα που οι ίδιοι έκλεισαν. Έζησες κάτι μαζί τους, είτε αυτό ήταν μια δυνατή σχέση, είτε ένας ενθουσιώδης έρωτας. Ό,τι κι αν ήταν, έκαναν την επιλογή να το τελειώσουν και να φύγουν. Σε έκαναν να νιώσεις την πίκρα της απόρριψης, τον πόνο που προκαλεί μια μορφή εγκατάλειψης κι αυτό οφείλεις να το θυμάσαι για να μην επαναληφθεί. Δεν μπορούσες να κάνεις κάτι, δεν ήταν στο χέρι σου. Το ένιωσες, το πέρασες και με τη βοήθεια του χρόνου κατάφερες να βγεις από αυτό, με όποιες απώλειες και πληγές. Μπορεί να το ξεπέρασες, μα δεν το ξέχασες. Όπως, φυσικά, κι εκείνοι. Όταν βρίσκουν το αδιέξοδο και την ανασφάλεια στις επόμενες κινήσεις τους, πάντα θυμούνται το μέρος όπου ένιωθαν ασφάλεια και σιγουριά, δηλαδή εσένα.

Δεν υπάρχει πιο ψυχρή στιγμή απ’ όταν συναντάς ξαφνικά και πάλι μπροστά σου τον «δολοφόνο» σου. Σε λούζει αυτός ο κρύος ιδρώτας που προδίδει την οξύμωρη χαρά, μα και τον φόβο σου. Το μήνυμα που έρχεται ένα βράδυ Σαββάτου, ενώ το περίμενες μήνες πριν. Δεν ξέρεις πώς ν’ αντιδράσεις. Τον θες, μα… υπάρχει αυτό το «μα» στις σκέψεις σου. Θα σε προσεγγίσει ξανά. Θα έρθει πιο δυνατός τη στιγμή που εσύ θα είσαι πιο ευάλωτος. Θα χρησιμοποιήσει το συναισθηματικό όπλο των αναμνήσεων για να σε πείσει να τον δεχτείς πίσω. Τότε θα ξεσπάσει ο πόλεμος μέσα σου. Η καρδιά θα λέει δώσε του μια ευκαιρία, μα παράλληλα θα φοβάται. Το μυαλό θ’ απαιτεί να πάρει από σένα το μάθημα που του χρειάζεται, μα την ίδια στιγμή δε θα ’ναι και σίγουρο.

Οι αδύναμοι θα λυγίσουν και θα κάνουν το λάθος να δώσουν τη δεύτερη ευκαιρία, με κόστος να ζήσουν υπό τον φόβο και την αμφιβολία. Οι πιο δυνατοί, θα σφίξουν τα δόντια και πηγαίνοντας κόντρα στο συναίσθημά τους θα του πουν: «Σ’ ευχαριστώ, μα δε θα υποκύψω».

Και σας ρωτάω. Είναι πιο δυνατό το συναίσθημα της πληγωμένης αγάπης και του εγωισμού από την περηφάνια; Γιατί να δώσεις την ευκαιρία σε κάποιον που σε άφησε να σε αφήσει ξανά; Κάποιον που, ίσως, σε πλήγωσε να γυρίσει πίσω ανενόχλητος, χωρίς να επωμιστεί τις συνέπειες.

Όταν κάποιος θα ανοίγει την πόρτα και θα φεύγει μόνος του, εσύ να την κλείνεις δυνατά πίσω του και να την κλειδώνεις κατευθείαν. Είναι θέμα αξιοπρέπειας. Όχι μόνο επειδή πρέπει να τιμωρηθεί, αλλά κι επειδή πρέπει να σέβεσαι εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου. Πού είναι η προσωπικότητα και το τσαγανό σου όταν τα χρειάζεσαι;

Κι όταν ακούσεις την πόρτα να χτυπά επίμονα ξανά, κοίταξε απ’ το ματάκι πριν ανοίξεις. Αν από πίσω στέκεται το παρελθόν, βάλε πάλι τον σύρτη και καθώς του κλείσεις την πόρτα κατάμουτρα, πες του αυτό που επιβάλλεται ν’ ακούσει:

«Όποιος φύγει μια φορά, δεύτερη δεν έχει. Εδώ, δεν είναι το στέκι σου».

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Συριόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα