Το τάνγκο. Η τέλεια αρμονία δυο σωμάτων. Η απόλυτη ένωση με τη μελωδία. Για να φτάσεις στο αποτέλεσμα της τελειότητας δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω απ’ τον ίδιο τον συγχρονισμό. Τίποτα λιγότερο απ’ το απόλυτο πάθος. Απ’ τον σεβασμό των κινήσεων και των ιδιαιτεροτήτων του άλλου. Όσο πιο γρήγορα καταλάβεις πως είναι ένας χορός για δυο ψυχές, τόσο πιο γρήγορα θα μαγέψεις. Το μόνο που χρειάζεται, λοιπόν είναι ψυχή κι απ’ τα δυο στρατόπεδα.

Όπως ακριβώς κι ο έρωτας. Ίσως απ’ τα πρώτα τάνγκο που χορεύτηκαν στην ανθρώπινη ιστορία. Δε θέλει πολλά. Αυτό το τόσο περίπλοκο και τρελό συναίσθημα θέλει απλά την εναρμόνιση ανθρώπινων κινήσεων. Θέλει διάθεση και πάθος κι απ’ τους δυο. Στην τελική, αν δεν έχεις διάθεση να αφεθείς, μην έχεις διάθεση να ερωτευτείς.

«Με πρόδωσες.», «Με ξέχασες.». Φράσεις που ακούμε σε κάποιον αντίλογο χωρισμού. Επειδή οι δυνατοί έρωτες σίγουρα τελειώνουν με πόνο. Και σίγουρα θα πρόδωσες, σίγουρα θα πόνεσες, σίγουρα θα πλήγωσες. Αλλά γιατί; Γιατί να πατήσεις ατσούμπαλα τον παρτενέρ σου; Γιατί να καταστρέψεις τον χορό σας;

Οι άνθρωποι δεν είναι παράλογοι. Μπορεί να υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά κατά κανόνα κάθε κίνηση κρύβει ένα αίτιο. Μη ρωτάς τον άλλον γιατί σε πρόδωσε. Γιατί δε σου έδωσε όλο του τον εαυτό. Γιατί στον έδωσε. Αλλά όταν το έκανε απλόχερα και μέσα απ’ την καρδιά του απλά το αγνόησες. Όσο σε κοίταζε στα ματιά κι εσύ αδιαφορούσες. Όσο σου χαμογελούσε κι εσύ ζητούσες να φύγει. Όσο απλά ήθελε να ακούσει τη φωνή σου κι εσύ δε μιλούσες.

Κάποτε, ναι, σου έδωσε όλο του το είναι. Όμως –ως αχάριστα πλάσματα που είμαστε– δεν το δέχτηκες. Δε σου ήταν αρκετό. Δε γνωρίζω. Απλά το προσπέρασες, δεν έδωσες σημασία. Αγνόησες με λίγα λόγια μια ανθρώπινη ψυχή που κάποιος στην τέντωνε απλόχερα. Όταν έχεις, όμως, το απολυτό κάποιου, τότε είναι που το βρίσκεις βαρετό.

Μα τα πάντα είναι ενέργεια. Και θα γυρίσει πίσω. Κι όταν θα εκλάβεις ως δεδομένη την πλήρη κατάκτηση του άλλου, δε θα την έχεις. Γιατί έτσι είναι ο έρωτας. Ένα τάνγκο. Κι όταν αφήνεις τον άλλον να χορεύει μόνος του, μη σου φανεί παράξενο όταν αργότερα κάτσει στον πάγκο του κι αρνηθεί να σου χορέψει.

Κι όχι, δε θα ‘ναι πως δε θέλει. Δε σημαίνει πως δε θέλει να σου αφεθεί απόλυτα. Δε σημαίνει πως η τωρινή προδοσία δεν πληγώνει και τον ίδιο. Ίσως απλά να κουράστηκε. Και, ναι, σε πόνεσε. Μα αναλογίσου πόσο τον πλήγωσες. Αποφάσισε να μη σε κυνηγάει πλέον. Να αρνηθεί τον έρωτά του για ‘σένα.

Και σε τσακίζει, επειδή ίσως τη στιγμή που πίστεψες, εκείνος έφυγε. Αλλά σκέψου πόσο πόνεσε ο ίδιος. Ο ίδιος που πίστεψε απ’ την πρώτη στιγμή. Ο ίδιος που χόρευε μόνος του για εσένα τόσο καιρό. Και τον αρνήθηκες ξανά και ξανά. Και τον έριξες κάτω. Τον ποδοπάτησες. Έφυγες. Δεν ήσουν εκεί. Και κάποτε, απλά αποφάσισε να μιμηθεί τη φυγή σου. Και ξέρεις πως ίσως και να σου άξιζε!

Γιατί, για να σου χόρευε τόσο καιρό, κάτι είδε. Κι απογοητεύτηκε όσο εσύ με αυτήν του την προδοσία. Κι ίσως τώρα να τα βάζει με τον εαυτό του. Κι αν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, να μην το έκανε. Αλλά δεν μπόρεσε. Δεν ήταν τόσο δυνατός. Όταν του έδωσες το τίποτά σου, δεν κατάφερε να σου δώσει τα πάντα του.

Ίσως φταίει αυτός, ίσως εσύ. Δεν είναι αυτή η ουσία. Η ουσία είναι πως δε χορέψατε το καλύτερο τάνγκο της ζωής σας. Δε βρεθήκατε ποτέ σε μια τέλεια αρμονία.

Συντάκτης: Νταϊάνα Κραέτε
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη