Εξάρτηση. Ένα από τα πλέον μείζονα θέματα που μαστίζει κάθε λογής στενές σχέσεις. Προέρχεται από κόμπλεξ, κρύβει νοσηρότητα, ευνοεί τη χειραγώγηση και την κακομεταχείριση, κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο, και καμουφλάρεται με μεγάλη επιτυχία πίσω από τον αγνό όρο της αγάπης.

Συμπεριφορά που προέρχεται κυρίως από το χαρακτήρα που αναζητά στους άλλους εξαρτητικό προφίλ για να μπορεί να χειραγωγεί αλλά εξίσου μεγάλη ευθύνη, ίσως και μεγαλύτερη, φέρει κι ο εξαρτώμενος μιας κι ανέχεται στο όνομα της σχέσης τη χειριστική συμπεριφορά από εκείνον απ’ τον οποίο εξαρτάται, πιθανώς γιατί εκλαμβάνει αυτήν τη συμπεριφορά ως ενδιαφέρον κι αγάπη. Άρα ουσιαστικά σε τέτοιες καταστάσεις μιλάμε για συνεξάρτηση του ενός από τον άλλον.

Κι επειδή πολύ το γενικεύουμε και το αναλύουμε, ας το συγκεκριμενοποιήσουμε όλο αυτό στη σχέση μεταξύ γονέα και παιδιού. Κι όταν λέμε παιδιού εννοούμε μεγάλου, σε ηλικία ανεξαρτητοποίησης, λίγο μετά την εφηβεία ή καλύτερα στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής του.

Τότε λοιπόν που ο νέος θα έπρεπε ήδη να έχει φτάσει στην αυτονομία και να βασίζεται στα πόδια του, τότε που θα ήταν απαραίτητο να ανοίξει ένα νέο κύκλο ζωής μακριά από τις προστατευτικές φτερούγες των δικών του, βλέπουμε ότι τελικά δεν το κάνει. Και δεν το κάνει γιατί κάπου σκαλώνει το πράγμα και δεν πιστεύει ότι θα καταφέρει να αναλάβει επιτυχώς την ευθύνη της ζωής του. Βαθιά αίσθηση που πηγάζει ίσως από κάποια αδυναμία στο χαρακτήρα του ίδιου του νεαρού  ή από την αδυναμία των γονέων να τον δουν πλήρως αυτόνομο με τη δεύτερη εκδοχή να κερδίζει έδαφος. Διότι κάθε πεποίθηση του παιδιού για τον εαυτό του, είτε θετική είτε αρνητική, είναι κατ’ ουσίαν η πεποίθηση του γονέα για εκείνο.

Είναι λοιπόν και γονείς που την αυτονομία την εχθρεύονται. Λένε ότι λαχταρούν να δουν το νεαρό παιδί τους ανεξάρτητο, αλλά την ίδια στιγμή του βάζουν τη μια τρικλοποδιά μετά την άλλη για να μη γίνει. Τη μια αναρωτιούνται πότε θα γίνει επιτέλους ικανό να πάρει τη ζωή στα χέρια του κι από την άλλη το χαντακώνουν με τις ίδιες τους τις συμπεριφορές και το καθηλώνουν στο παιδικό στάδιο, τότε που ήταν δίκαια εξ ολοκλήρου υπεύθυνοι για τη ζωή κι ανατροφή του.

Συμπεριφορές βαθιά συμπλεγματικές, ανασφαλείς από γονείς κατεξοχήν αδύναμους κι απρόθυμους να κόψουν τον «ομφάλιο λώρο» με το ενήλικο πλέον παιδί τους.

Κι αυτό γιατί όταν το παιδί παύει να εξαρτάται από το γονέα, ο ανασφαλής γονέας ευθύς αμέσως τρώει φρίκη «τρίτης ηλικίας». Από ‘κει που ένιωθε μέσα στα πράγματα κι είχε λόγο για το καθετί στη ζωή του παιδιού του, τώρα αναγκάζεται να στραφεί στη δική του αναγνωρίζοντας ενδεχομένως πόσο κενή κι αδρανής είναι. Βιώνοντας το «σύνδρομο της άδειας φωλιάς» στην περίπτωση φυγής του παιδιού από την οικογενειακή εστία, ο συγκεκριμένος τύπος γονέα νιώθει ότι μεγαλώνει, ότι γερνάει κι ότι είναι καιρός να ασχοληθεί με το συνταξιοδοτικό κι ασφαλιστικό του πρόγραμμα. Γι’ αυτό και δε θέλει να ανεξαρτητοποιηθεί το παιδί του, για να νιώθει νέος.

Με το να ανακατεύεται στις δραστηριότητες και στην προσωπική ζωή των παιδιών του νιώθει ότι παίρνει ζωή απ’ τη ζωή τους. Νιώθει ότι έχει λόγο ύπαρξης κι ότι περνάει ακόμα η μπογιά του.

Πέρα από το φόβο των γηρατειών και της μοναξιάς που βιώνει ο συμπλεγματικός γονέας κι επιθυμεί να βλέπει το παιδί του (εσαεί αν γινόταν) να παραμένει προσκολλημένο πάνω του και να τον έχει ανάγκη, είναι η τάση του να το ελέγχει. Είναι αυτός ο πρωταγωνιστικός ρόλος που θέλει να παίζει στη ζωή του, όπως επίσης να έχει τον τελευταίο λόγο για ‘κείνο. Αν ξαφνικά βρεθεί σε δεύτερη μοίρα μοιάζει τουλάχιστον απειλητικό. Γιατί δε θα μπορεί να επεμβαίνει όποτε του καπνίσει και να επιβάλει τις δικές του επιθυμίες κι απόψεις.

Τελικά το μεγαλύτερο στοίχημα για ένα γονέα δεν είναι να κάνει το παιδί του αυτόνομο αλλά τον εαυτό του. Να έχει δουλέψει πάνω σε αυτό απ’ τη γέννηση μέχρι την ενηλικίωσή του και να υποστηρίζει έμπρακτα την ιδέα πως το παιδί του δεν του ανήκει, δεν είναι κτήμα του, δεν είναι φιλαράκι του που θα τον συντροφέψει μέχρι τα γεράματα και θα του καλύψει συζυγικές ανάγκες.

Χρέος του κάθε παιδιού είναι να φύγει, να αναζητήσει την τύχη του αλλού, μακριά από τη σιγουριά και την πεπατημένη του πατρικού του σπιτιού. Να χαράξει την πορεία της ζωής του χωρίς τα «βαρίδια» και τις ενοχές ότι εγκατέλειψε τους γονείς του. Να κοιτάξει μόνο του τον εαυτό του.

Κι από άλλη, ευθύνη των ανθρώπων που φέρνουν στη ζωή ένα παιδί είναι να μένουν νέοι σε νοοτροπία, ειδικά όσο βλέπουν το παιδί τους να αυτονομείται ολοένα και περισσότερο, ώστε στο χρόνο που θα φύγει να μη μείνουν με το κενό αγκαλιά.

Ένας δραστήριος γονέας δε θα έπαιρνε ποτέ ως απειλή την αυτονομία του παιδιού του. Ίσα-ίσα θα την έβλεπε ως ευκαιρία να ασχοληθεί -μετά από ένα εικοσαετές πρόγραμμα συνεχούς επένδυσης- με τα ενδιαφέροντά του, την κοινωνική του ζωή, το γάμο του και τον εαυτό του.

 

Επιμέλεια Κειμένου Νικολέτας Παπουτσή: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Νικολέτα Παπουτσή