Απόψε θα’ θελα να ‘ρθεις. Αυτό θα ‘θελα. Να ‘ρθεις για λίγο μόνο. Γιατί να κρύβομαι πια; Ποιος ο λόγος; Οι δυο μας μιλάμε. Να ‘ρθεις να γεμίσει το σκοτάδι με φως. Να αφήσεις πίσω ό,τι μας πονά και να χωθείς στο πάπλωμα. Ήσυχα κι αθόρυβα.

Μη μου μιλήσεις. Μη με ξυπνήσεις. Μη μου αρνηθείς.

Θέλω να νιώσω τη ζεστασιά του κορμιού σου. Θέλω να γεμίσει το δωμάτιο με το άρωμά σου και τα σεντόνια με τη μυρωδιά σου. Να μην υπάρχει χρόνος, ούτε χώρος. Μόνο εμείς. Εγώ, εσύ και τα σκεπάσματα.

Έλα μια φορά κι ύστερα φύγε. Δε με πειράζει. Έμαθα πια. Τη συνήθισα την έλλειψή σου. Δε με πονάει. Ένα ελαφρύ μούδιασμα νιώθω μόνο αργά τη νύχτα που αγκαλιάζω το μαξιλάρι μου και χάνομαι στις σκέψεις μου. Μόνο τότε δεν ανέχομαι τον εαυτό μου. Τις άλλες ώρες του ‘μαθα να στέκεται όρθιος, να μην πληγώνεται, να μην αγγίζεται, να μην περιμένει.

Έγραψα σε ένα χαρτί όλα όσα δε πρέπει να κάνω. Δε πρέπει να σε ψάχνω. Δε πρέπει να σε ενοχλώ. Δε πρέπει να σε πάρω τηλέφωνο. Ούτε να περιμένω ένα. Πρέπει να έχω εγωισμό, θυμό κι αυτοέλεγχο. Να μη σε σκέφτομαι και να σε σβήσω απ’ όπου πήγες και σφήνωσες.

Ένα σωρό πρέπει μάζεψα. Τα κόλλησα στο ψυγείο, στο καθρέφτη, στο γραφείο, στο αμάξι. Παντού. Μόνο το κρεββάτι κράτησα ανέπαφο. Όταν ξαπλώνω πάνω του τα ξεχνάω. Εκεί μπορώ να λέω τι θέλω.

Κι απόψε θέλω εσένα. Έλα μια τελευταία φορά κι ύστερα φύγε. Δε θα σε κρατήσω. Δε θα σε εμποδίσω. Δε το ‘κανα ποτέ άλλωστε. Μην αργείς, όμως, γιατί δεν αντέχω άλλο. Βαρέθηκα να μην έρχεσαι. Κουράστηκα να περιμένω στο σκοτάδι. Συνήθισαν και τα μάτια μου και φοβάμαι μήπως έρθεις και δε σε δω.

Γύρνα μόνο για απόψε. Γι’ αυτή τη νύχτα που σε έχω ανάγκη. Έλα όπως σε φαντάζομαι. Όπως έρχεσαι κάθε βράδυ για να με κάνεις να αποκοιμηθώ. Σήκωσε το πάπλωμα και ξάπλωσε δίπλα μου. Πέρνα τα χέρια σου από πάνω μου, μπλέξε τα πόδια σου στα δικά μου, βάλε το κεφάλι μου στο λαιμό σου κι άσε με να κοιμηθώ.

Δε θέλω τα λόγια σου. Τη παρουσία σου θέλω. Αυτή που με καθησυχάζει και με ηρεμεί. Αυτή που μου επιτρέπει να ονειρεύομαι όταν είμαι ξύπνια.

Έλα να μπερδευτούν τα κορμιά μας. Δε θα σου πω τίποτα απόψε για το σεντόνι που τραβάς. Ούτε για το τρόπο που κοιμάσαι. Δε με ενοχλούν. Τίποτα δε με ενοχλεί. Μόνο αυτή η σιωπή και το κρεβάτι μου. Τόσο μεγάλο ήταν πάντα; Τι να το κάνω τόσο μεγάλο κρεβάτι; Δεν το θέλω. Στη μια άκρη κοιμάμαι.

Έλα να με βάλεις για ύπνο μία τελευταία φορά.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Χήναρη