Τα πόδια του τον έφερναν πάλι κοντά της. Δεν μπορούσε να διακρίνει πρόσωπα. Μόνο σκιές, πίσω από τις βαριές κουρτίνες. Άραγε να είναι εκεί; Είχε ορκιστεί πως δε θα ξαναπεράσει από εκείνο το σημείο. Βγήκε απ’ το σπίτι να τον χτυπήσει λίγος αέρας. Ήθελε να χαθεί, να τρέξει, να σωθεί απ’ όσα τον έπνιγαν. Πριν το καταλάβει είχε φτάσει πάλι εκεί που ξεκίνησαν όλα.

Το κεφάλι του, καμίνι που καίει. Λάθη, σωστά, ευθύνες, στιγμές έκαναν βόλτες μέσα του. Γιατί όλα τα ωραία να τελειώνουν με τρόπο αντίστροφο απ’ αυτόν που αρχίζουν;

Αμήχανα αστεία, ατάκες εντυπωσιασμού καμουφλαρισμένες με μπόλικη ευγένεια, ματιές τυχαίες που επεξεργάζονται το θήραμα κι ένα άγχος γεμάτο αθωότητα και προσμονή. Ανταλλαγή τηλεφώνων, δάχτυλα τρεμάμενα να πληκτρολογούν αριθμούς και στόματα έτοιμα να εκτελέσουν λόγια προβαρισμένα που θα κλέψουν τις εντυπώσεις.

Κάθε φορά που η καρδιά φτερουγίζει, χιλιάδες ελπίδες πάνε και κρύβονται γύρω απ’ το πρόσωπο, μέσα στα μάτια, δίπλα απ’ τα αυτιά, σε ένα μικρό σημείο που σφίγγεται μέσα στο στομάχι. Η λαχτάρα πως θα μπορέσεις να αγγίξεις την ευτυχία, να την αρπάξεις και να την κλείσεις σφιχτά μέσα στα χέρια σου. Να μη σου φύγει, να μείνει εκεί αυτή τη φορά, να κρατηθείτε παρέα.

Έχουν ανάγκη οι άνθρωποι να ελπίζουν. Έχουν ανάγκη να ερωτεύονται. Μα κυρίως να πιστεύουν ότι θα βρεθεί ένας άνθρωπος να τους κρατάει το χέρι στο πέρασμα του χρόνου. Όσες φορές κι αν ερωτοχτυπηθούν, όσες κι αν καρδιοχτυπήσουν, όσες κι αν πληγωθεί το τομάρι τους, κάθε νέο σκίρτημα θα είναι η αρχή ενός «για πάντα».

Ένα «για πάντα» περιμένει στην επόμενη γωνία σε ένα πρώτο αναγνωριστικό ραντεβού. Εκείνοι πάντα το υποδέχονται φορώντας τα καλά τους, με την ελπίδα πως όλα θα γίνουν αλλιώτικα τούτη τη φορά.

Ξέρουν πια. Δεν είναι πρωτάρηδες. Ξέρουν τι να πουν, πως να φερθούν, τι να κρύψουν και τι να προβάλλουν. Βάζουν περιτύλιγμα λαμπερό στα μέσα και στα έξω και χαλαρώνουν την πανοπλία μπας και πέσει πιο εύκολα.

Η αλήθεια είναι μια. Γελιούνται οι άνθρωποι. Η καρδιά τους τους γελάει. Βλέπεις στον έρωτα όλοι άμαθα μαθητούδια είναι, όση γνώση κι αν κουβαλά η σάκα τους. Στο ίδιο μάθημα μετεξεταστέοι μια ζωή.

«Η αγάπη μοιάζει με δυο ποτήρια, σε στιγμή ενθουσιασμού. Ντινγκ. Λάμψη. Θρύψαλα.» *

Ύλη γνωστή σε διαγωνίσματα που γράφτηκαν άπειρες φορές. Κι όμως, εκεί πάνω στις λευκές κόλλες γράφονται οι ίδιες λανθασμένες απαντήσεις.

Έρωτας. Χτυποκάρδι. Πυροτέχνημα.

Κανείς δε μιλάει για τα συντρίμμια, για την καταστροφή, για τον πόνο. Κανείς δε σε προετοιμάζει για το μετά. Τι γίνεται όταν χαθούν οι λάμψεις κι ο ενθουσιασμός. Όταν η μαγεία εξατμίζεται και προσγειώνεσαι στην πραγματικότητα. Πού πάνε και κρύβονται οι αγάπες όταν οι άνθρωποι παραγνωρίζονται κι από φίλοι γίνονται εχθροί;

Ξέρουν καλά πως ό,τι αρχίζει ωραία, τελειώνει με πόνο. Το ξέρουν κι όμως, τολμούν. Ρισκάρουν. Αυτό είναι το κόστος όταν αγαπάς. Να αντέχεις να σπάει η καρδιά σου σε χιλιάδες κομμάτια κι έπειτα να παλεύεις να τα μαζέψεις για να αγαπήσεις κάτι απ’ την αρχή.

Κάτι που θα σε κάνει να ελπίζεις. 

 

* Οδυσσέας Ελύτης.

Συντάκτης: Κατερίνα Χήναρη