Η Ελπίδα ξύπνησε με την πρώτη αχτίδα φωτός που μπήκε στο δωμάτιο. Ο ύπνος της ήταν πάντοτε τόσο ελαφρύς. Άπλωσε το χέρι και κοίταξε το κινητό της. Η ώρα είχε πάει δώδεκα. Κυριακή σήμερα βρήκε ευκαιρία να κοιμηθεί λιγάκι παραπάνω. Δεν της φάνηκε περίεργο που δεν είδε μήνυμά του στο κινητό. Εδώ και καιρό είχε σταματήσει αυτή τη συνήθεια. Εδώ και καιρό είχαν αλλάξει πολλά. Το μήνυμα ήταν το λιγότερο που την ενοχλούσε.

Όταν τον γνώρισε νόμιζε πως ζούσε το παραμύθι που ποτέ δεν πίστευε ότι θα βρει. Δεν πίστευε σε παραμύθια η Ελπίδα. Δεν ονειρευόταν πρίγκιπες με άσπρα άλογα ούτε παλάτια και μια ζωή ένα πάρτι. Έβλεπε γύρω της τον κόσμο και στα είκοσι της χρόνια είχε καταλάβει πως θα ήταν ανόητη να περιμένει μια παραμυθένια ζωή σε έναν κόσμο σκληρό και άσχημο. Ευτυχώς αυτή η ασχήμια δεν την είχε αγγίξει ακόμη. Εκείνος, όμως, την έκανε να ελπίζει πως η ζωή ίσως να γινόταν πιο όμορφη απ’ ό,τι πίστευε.

Τον γνώρισε τυχαία μια μέρα στο δρόμο. Της έπιασε κουβέντα ενώ ατένιζε την παραλία. Την τράβηξε αμέσως το χιούμορ του. Ύστερα τα καταπράσινα, καθαρά μάτια του. Κι ύστερα όλα τα υπόλοιπα. Ταίριαξαν αμέσως. Τη διεκδίκησε μέχρι τελικής πτώσης ακόμη κι αν ήξερε πως δε χρειαζόταν πολύς κόπος για να την κάνει δική του. Και συνέχισε να τη διεκδικεί. Ακόμη κι όταν ήξερε πως είναι μόνο δική του.

Κάνανε μαζί ταξίδια. Γύρισαν σε μέρη ονειρικά. Γίνονταν ρεζίλι μες στον κόσμο χωρίς να τους νοιάζει. Γελούσαν με την καρδιά τους. Κάνανε όνειρα για ένα μέλλον κοινό και παντοτινό. Και η Ελπίδα που σιχαινόταν τις μεγάλες δηλώσεις δε χόρταινε να τα ακούει.

Μα σιγά-σιγά όλα άλλαξαν. Εκείνος άλλαξε. Η Ελπίδα σηκώθηκε από το κρεβάτι με έναν μεγάλο αναστεναγμό. Του έστειλε μια γλυκιά καλημέρα και άρχισε να ντύνεται. Κι ενώ ντυνόταν της ήρθαν στο μυαλό όλες αυτές οι μέρες που κοιμόντουσαν αγκαλιά σε αυτό το κρεβάτι και ξυπνούσαν μαζί. Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια δε θυμόταν ούτε μια στιγμή να ξυπνά με αυτό το βαρύ συναίσθημα να της πλακώνει την καρδιά. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήταν σίγουρη. Δεν μπορούσε, όμως, να βρει τι ήταν αυτό. Να το βρει και να το ξεριζώσει μπας και μπορέσουν να γίνουν τα πράγματα όπως πριν.

Δύο ώρες αργότερα καθόταν σε μια παραλιακή καφετέρια με τον Αντώνη απέναντί της πάλι χαμένο. Με το ίδιο χαμένο και αγχωμένο ύφος που έχει τις τελευταίες εβδομάδες. Δεν την πρόσεχε καν. Για μια ακόμη φορά ταξίδευε στον κόσμο του.

-Θέλεις να μου πεις τι σε βασανίζει;
-Δε με βασανίζει κάτι.
-Αντώνη, αυτά σε άλλους όχι σε εμένα. Σε ξέρω πολύ καλά για να μου τα λες αυτά.
-Ρε Ελπίδα, σταμάτα πια να με ρωτάς το ίδιο πράγμα. Πιστεύεις πως αν ήθελα να σου πω δε θα στο έλεγα;

Σχεδόν φώναζε. Την αποπήρε ξανά. Ήταν και πάλι επιθετικός. Έδιωξε το χέρι της από πάνω του και κοίταξε τη θάλασσα. Ούτε μια συγνώμη. Η Ελπίδα έμεινε για ακόμη μια φορά άναυδη.

«Δηλαδή κάτι υπάρχει και απλά δε μου το λες». Η πίκρα στη φωνή της ήταν πολύ προφανής για να μην την καταλάβει.

«Να το πάλι!» Κι όμως! Δεν την κατάλαβε..

«Εντάξει λοιπόν. Όταν αποφασίσεις να μου μιλήσεις φυσιολογικά, πάρε με τηλέφωνο.», του είπε αποφασιστικά και σηκώθηκε να φύγει από το τραπέζι. Δεν ήταν υποχρεωμένη να κάθεται να τον ακούει να της μιλάει έτσι.

«Συγνώμη, συγνώμη.» της είπε πιάνοντας το χέρι της και υποχρεώνοντάς την να καθίσει ξανά. «Είναι πράγματα που δεν είμαι έτοιμος ακόμη να τα μοιραστώ. Και δεν ξέρω αν πρέπει.»

Η Ελπίδα του έπιασε αποφασιστικά το χέρι και τον ανάγκασε να την κοιτάξει.

«Φυσικά και πρέπει. Σε όλα μαζί δεν έχουμε πει;»

«Όχι, σε αυτό Ελπίδα. Όχι αυτή τη φορά.»

Το απογοητευμένο βλέμμα του και ο τόνος της φωνής του την έκανε να υποχωρήσει τρομαγμένη. Τι είχε συμβεί αυτή τη φορά;

Ξαφνικά ακούστηκε ο ήχος του κινητού του. Ο Αντώνης το άρπαξε απότομα σαν να μην ήθελε εκείνη να δει την κλήση. Σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε να μιλήσει σε ένα μέρος πιο απομονωμένο. Ποτέ δεν το έκανε αυτό στο παρελθόν. Ποτέ δεν της κρατούσε μυστικά. Τον έβλεπε να βαδίζει νευρικά μιλώντας με ένταση, μα ψιθυριστά.

Σκέψεις άρχισαν να στροβιλίζουν στο μυαλό της. Όχι αυτή τη φορά. Τι συνέβαινε; Γιατί από το γλυκό, ήρεμο μα δυναμικό παιδί που την έκανε να γελάει με κάθε ευκαιρία μετατράπηκε σε αυτόν το σιωπηλό, απόμακρο άντρα που δεν τον ένοιαζε κανείς και τίποτε; Ούτε καν αυτή.

Κάποια στιγμή το τηλεφώνημα τελείωσε και ο Αντώνης γύρισε στο τραπέζι. Δεν τον ρώτησε ποιος ήταν. Αφενός δε θα της έλεγε και αφετέρου δεν ήθελε να ξεπέσει σε τέτοιες κατινιές.

Έβλεπε τα δάχτυλά του να παίζουν νευρικά πάνω στο τραπέζι. Σε λίγο τον άκουσε να λέει:

«Θα φύγουμε; Έχω μια δουλίτσα να κάνω.»

Η Ελπίδα κοίταξε το ρολόι της. Δεν ήταν μαζί ούτε δύο ώρες. Κάποτε ξημεροβραδιάζονταν αγκαλιά και δεν κοιτούσαν ούτε τηλέφωνα ούτε ρολόγια. Αναστέναξε και σηκώθηκε. Σχεδόν παραιτημένη πια.

Καθώς πήγαιναν στο αμάξι του πέρασε από μπροστά του ένας τύπος με σκισμένα ρούχα και ένα βλέμμα χαμένο. Το περπάτημά του ήταν στραβό. Μύριζε άσχημα ακόμη και στην απόσταση των πέντε μέτρων που βρίσκονταν αυτή τη στιγμή. Η εξάρτηση φώναζε από μακριά. Δεν καταλάβαινε και πολλά ούτε πήγαινε κάπου συγκεκριμένα. Παραμιλούσε. Με λόγια μπερδεμένα και σιγανά. Δεν καταλάβαινες τι έλεγε. Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε καλά-καλά τι ήθελε να πει. Η Ελπίδα τον κοίταξε λίγο παραπάνω με βλέμμα γεμάτο θλίψη. Δεν ήταν σπάνιες τέτοιες εικόνες στην πόλη τους μα κάθε φορά ένιωθε την ίδια θλίψη και έκανε την ίδια σκέψη.

«Πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ο άνθρωπος από τη μια στιγμή στην άλλη.»

Αυτή τη φορά το είπε φωναχτά. Και ο Αντώνης γύρισε να την κοιτάξει με βλέμμα κενό. Δε μίλησε. Μήπως μιλούσε και καθόλου τώρα πια; Με το ζόρι ακουγόταν η φωνή του. Με το ζόρι της απηύθυνε λίγες κουβέντες. Τι του είχε συμβεί; Οι εικόνα έφυγε από το μυαλό της σε δευτερόλεπτα. Δεν ήταν δικό της πρόβλημα η εξάρτηση ενός ξένου. Το δικό της πρόβλημα οδηγούσε σιωπηλό το αμάξι και δεν της έριχνε ούτε ένα βλέμμα γεμάτο πάθος ή αγάπη όπως παλιά. Και μετά από δύο χρόνια σχέσης για πρώτη φορά το αυτοκίνητο δε γέμιζε με γέλια και φωνές.

Συντάκτης: Εβίτα Μαρασλή
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή