Διάβασε εδώ το Μέρος Γ’.

Τα δεδομένα είχαν πλέον αλλάξει και μάλιστα τόσο απότομα που δεν ήταν σίγουροι μέσα τους αν θα μπορούσαν να διαχειριστούν την όλη κατάσταση. Όσο έμεναν σιωπηλοί, αγκαλιά, να κοιτάζονται στα μάτια λες κι ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζαν ο ένας τον άλλο, χιλιάδες σκέψεις κατέκλυζαν το μυαλό τους.

Ο Άρης δεν μπορούσε να πιστέψει πως συνέβησαν τόσα πολλά σε ένα μόνο βράδυ, μα δε θυμόταν ποτέ άλλοτε τον εαυτό του τόσο χαρούμενο. Κοίταζε τη Μαριλίνα και το μόνο που σκεφτόταν ήταν τα όνειρα που είχε γι’ αυτούς θαμμένα τόσο καιρό. Ξέχασε το παρελθόν του, ακόμα και το παρόν, γιατί βρισκόταν ήδη στο μέλλον μαζί της, κάνοντας σχέδια.

Ενώ, απ’ την άλλη, η Μαριλίνα σχεδόν δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Μόνο ένα βλέμμα ήταν αρκετό για να ξυπνήσει κάθε κρυφό πόθο κι απωθημένο, και μόνο ένα φιλί έφτανε για να χάσει εντελώς την αυτοκυριαρχία της. Όχι, δεν το είχε μετανιώσει, το ήθελε, και μάλιστα πολύ. Όμως έγιναν όλα τόσο βιαστικά που φοβόταν πως το ίδιο βιαστικά θα γκρεμίζονταν.

Όση ώρα γινόταν αυτό, μια σκιά –μάρτυρας κάθε παθιασμένης τους στιγμής– απομακρυνόταν αθόρυβα απ’ την πόρτα του δωματίου τους, ανοίγοντας απαλά το πόμολο μιας άλλης. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή.

«Νομίζω πως πρέπει να βρούμε τους άλλους. Θα αναρωτιούνται γιατί λείπουμε τόση ώρα» ψιθύρισε ενώ χάιδευε με τα ακροδάχτυλά της τον ώμο του.

«Σε λίγο» πρόφερε χαμηλόφωνα λίγο πριν κολλήσει τα χείλη του στα δικά της. Συνέχισε να τη φιλάει προσπαθώντας να χορτάσει κάθε στιγμή που περνούσε μαζί της, κι ας ήξερε πως είχε δίκιο. Μα δεν έδειχνε να βιάζεται καθόλου να κατέβει κάτω.

Τότε η Μαριλίνα, ρίχνοντας ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα, ξετρύπωσε απ’ την αγκαλιά του και στάθηκε όρθια δίπλα στο κρεβάτι, ψάχνοντας τα ρούχα της, όσο ο Άρης τη χάζευε ακόμα ξαπλωμένος. Πάλι το δικό της θα περνούσε, σκέφτηκε και χαμογέλασε.

«Καλύτερα να μη μας δουν να κατεβαίνουμε μαζί» του είπε καθώς έβαζε τη μάσκα της. Θα γλύτωναν έτσι τις περίεργες ερωτήσεις και τα επικριτικά βλέμματα, σκέφτηκε μόλις του είπε να κατέβει μετά από ‘κείνη. Δεν έφερε αντίρρηση και μόνο όταν την είδε να απομακρύνεται στον διάδρομο, άρχισε να ετοιμάζεται κι ο ίδιος.

Η αλήθεια ήταν πως δεν ήξερε γιατί είπε στον Άρη να μην κατέβουν μαζί. Απλά ένα παράξενο προαίσθημα. Απ’ την ώρα που μπήκαν μέσα ένιωθε ένα βλέμμα καρφωμένο πάνω τους, αλλά εκείνη την ώρα ήταν τόσο αναστατωμένη που δεν έδωσε σημασία.  Κι αυτό το προαίσθημα γινόταν όλο και πιο έντονο.

Λίγο πριν κατέβει τα σκαλιά, άκουσε μια πόρτα πίσω της να κλείνει και χαμογέλασε. Γύρισε το κεφάλι της να τον δει αν πλησιάζει, μα αντί για τον Άρη, είδε μια γυναικεία φιγούρα να κατευθύνεται προς αυτόν. Αδύνατον. Δε θα μπορούσε να βρίσκεται αυτή εκεί.

Χωρίς να το σκεφτεί, χωρίς να το ελέγχει, την ακολούθησε αργά. Η πόρτα ήταν ανοιχτή κι ο Άρης έχοντας πλάτη, κουμπώνοντας βιαστικά το πουκάμισό του, δεν έδειχνε να είχε αντιληφθεί την παρουσία της, μέχρι που στάθηκε δίπλα του. Κοκάλωσε μόλις την είδε. Τον πλησίασε περισσότερο.

Η Μαριλίνα έμεινε σαν χαμένη να τον κοιτάζει να ανταποκρίνεται στο φιλί της. Μίας άλλης. Πώς τόλμησε να κάνει κάτι τέτοιο;

Κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά ενώ η καρδιά της χτυπούσε άτακτα και τα μάτια της άρχισαν να βουρκώνουν. Βγήκε αμέσως έξω να πάρει καθαρό αέρα. Έβγαλε τη μάσκα και την πέταξε κάτω με δύναμη. Όχι, δε θα έβαζε τα κλάματα. Ό,τι και να ένιωθε, ο εγωισμός της δε θα την άφηνε να τσαλακωθεί. Αν ήθελε ο Άρης να παίξει, ήταν ελεύθερος να το κάνει. Τον ήθελε, ναι, αλλά παιχνίδι δε θα γινόταν για κανέναν.

Ήθελε να φύγει. Δεν άντεχε να μείνει λεπτό παραπάνω εκεί πέρα. Μπήκε να αποχαιρετήσει την παρέα, όταν είδε τον Άρη να κατεβαίνει βιαστικά τα σκαλιά. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε αμέσως έξω. Ο Άρης, όμως, έτρεξε πίσω της.

Όσο την πλησίαζε, τόσο πιο πολύ φαινόταν να απομακρύνεται. Την άκουγε να λέει πως ό,τι συνέβη μεταξύ τους, ήταν ένα λάθος…

Έπεσε στα γόνατα φωνάζοντας δυνατά το όνομά της. Έμεινε εκεί να την κοιτάζει μέχρι που χάθηκε. Μαζί της χάθηκε και το φεγγάρι πίσω απ’ τα σύννεφα. Σκοτείνιασε περισσότερο ο ουρανός κι άρχισε να βρέχει.

Άκουγε τη βροχή μα πάνω του δεν έπεφτε ούτε σταγόνα. Έκλεισε τα μάτια του κι όταν τα ξανάνοιξε, βρισκόταν αλλού. Άκουσε βροντές από μακριά και γύρισε το κεφάλι του. Είδε την αντανάκλασή του στην τζαμαρία ενώ πίσω από αυτήν έπεφταν με δύναμη οι σταγόνες βροχής. Δεν ήταν πια στο εξοχικό.

Στεκόταν όρθιος, κρατώντας στα χέρια του τη φωτογραφική μηχανή και μπροστά του η Μαριλίνα, να τον κοιτάζει ανήσυχα, ενώ οι υπόλοιποι τον πείραζαν για το σκάλωμα που έφαγε.

Έπρεπε να είχε καταλάβει. Τίποτε από όλα αυτά δε θα μπορούσαν να ‘ναι αληθινά. Όλα έγιναν πολύ εύκολα και μάλιστα στα μέτρα του. Το γεμάτο νόημα βλέμμα της Μαριλίνας, η βόλτα, τα χέρια τους στις τσέπες του μπουφάν της, το παραλίγο πρώτο τους φιλί, ο χωρισμός της με τον Γιώργο, όλα παραήταν εύκολα.

Μα υπήρχε μια στιγμή που δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό του. Κούμπωνε το πουκάμισό του και σταμάτησε ξαφνικά, όταν είδε μια γυναικεία φιγούρα να τον πλησιάζει. Στην αρχή είχε το πρόσωπο της Μαριλίνας, μα κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του και τα άνοιγε έβλεπε και μια άλλη. Κάθε φορά και μια άλλη…

Ακόμα και στη φαντασίωσή του, εκεί που υποτίθεται βγάζει κανείς όλα του τα απωθημένα, που ξεγυμνώνει τις βαθύτερες του επιθυμίες, ήρθε το παρελθόν να του θυμίσει πως έχει ανοιχτές εκκρεμότητες. Δεν έφτανε μόνο να αφήσει η Μαριλίνα τον Γιώργο, έπρεπε να αφήσει κι αυτός την επιπόλαιη και παιδιάστικη συμπεριφορά του. Το ήξερε πλέον. Και την αγαπούσε πολύ για να αφήσει τον εγωισμό και την ανωριμότητά του να του τη στερήσουν μια για πάντα.

Άφησε την κάμερα στο τραπέζι, πλησίασε τη Μαριλίνα κι ακούμπησε απαλά τα χείλη του στο μάγουλό της. Όλοι σώπασαν. Έμεινε να την κοιτάζει για λίγο μέχρι που τον κοίταξε κι αυτή. Τόσο ένοχα τα βλέμματά τους, λες κι ήξεραν κι οι δύο τι είχε συμβεί μέσα στο μυαλό του. Δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα τους.

Καμιά φορά το μοιραίο, από μόνο του, δεν αρκεί για να γίνει αποδεκτό απ’ την πραγματικότητα. Φαίνεται να ‘ναι γραφτό να γίνει κάτι, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, ιδανικές κι ας μην είναι εντελώς ξεκάθαρες. Μα πότε συνέβη, όντως, αυτό για να γίνει τώρα;

Συντάκτης: Μαρία Εφρεμίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη