Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Η απάντησή του στο παγωτατζίδικο είχε πυροδοτήσει το πάθος στο μυαλό τους, ξέφρενο πλέον κι ανεξέλεγκτο απ’ την ένταση της στιγμής, που τους είχε οδηγήσει με συνοπτικές διαδικασίες έξω απ’ την πόρτα του διαμερίσματός του. Η πλάτης της ακούμπησε με δύναμη πάνω στην ξύλινη πόρτα κάνοντας έναν δυνατό ήχο. Φευγαλέα φοβήθηκε μήπως την πόνεσε, αλλά αυτή η σκέψη εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα όσο γρήγορα του ήρθε. Δεν την ένοιαξε καθόλου. Επιτέλους, είχαν αυτόματα σβήσει τα φώτα απ’ τον διάδρομο. Όχι ότι τους ενδιέφερε και πολύ, αλλά το σκοτάδι ήταν συνεργάτης τους εκείνη τη στιγμή.

Τα πόδια της είχαν τυλιχτεί γύρω απ’ τη μέση του. Το ένα του χέρι βάσταγε το σώμα της κολλημένο πάνω του, κόντρα στην πόρτα, και το αριστερό ήταν μπλεγμένο στα μαλλιά της. Προσπαθούσε να τα παραμερίσει για να μην μπαίνουν εμπόδιο ανάμεσα στα χείλη τους. Μπερδεμένα, βεβιασμένα φιλιά στο στόμα, στον λαιμό, στο πρόσωπο. Το φως απ’ το ασανσέρ είχε ανάψει κι ανέβαινε προς τον δεύτερο όροφο. Στον ίδιο όροφο με το σπίτι του. Σταμάτησαν τα φιλιά κι αντάλλαξαν ένα παγωμένο βλέμμα. Ήξεραν κι οι δυο πως ήταν η στιγμή πλέον να μπουν μέσα στο διαμέρισμά του πριν τους πιάσει κάποιος επ’ αυτοφώρω.

Προσπάθησε βιαστικά να βγάλει τα κλειδιά του απ’ την τσέπη του μπουφάν για να ανοίξει την πόρτα. Δυο κλικ δεξιά κι επιτέλους η πόρτα του σπιτιού του άνοιξε με τα κουδουνίσματα απ’ τα κλειδιά να καλύπτουν τον θόρυβο που έκαναν μπαίνοντας μέσα. Την κατέβασε από πάνω του, την έπιασε απ’ το χέρι και την τράβηξε μέσα βιαστικά.

«Μισό, η τσάντα μου!», κι άπλωσε το χέρι της για να την αρπάξει απ’ το πατάκι της εισόδου που ήταν πεταμένη λίγο πριν κλείσει η πόρτα.

«Λίγο έλειψε» είπε λαχανιασμένος, όπως έκλεινε την πόρτα πίσω του.

«Γιατί φοβήθηκες; Μη μας δουν; Ή μη μας δει κάποιος συγκεκριμένος, καμία γειτόνισσα, ας πούμε.»

Δεν έχασε καθόλου χρόνο με το πείραγμά της. Το κορμί της σηκώθηκε και πάλι στον αέρα με την πλάτη της να κοπανάει ξανά στην ξύλινη πόρτα. Αυτή τη φορά μέσα απ’ το διαμέρισμά του. Η μπλούζα της βρέθηκε στο πάτωμα, κρύβοντας την τσάντα της που την είχε αφήσει να πέσει απ’ τα χέρια της, όπως την αιφνιδίασε και τη σήκωσε πάνω στο σώμα του. Έσφιξε τα πόδια της πάνω στους γλουτούς του για να στηρίξει το κορμί της. Τα χέρια της πίεζαν το κεφάλι του προς τα χείλη της. Οι παλάμες του κρατούσαν κόντρα στην πόρτα. Κατέβασε το ένα του χέρι και σήκωσε τους γοφούς της για να τη φέρει πιο ψηλά, δίνοντάς του καθαρό πεδίο για τον λαιμό της.

Τα ρούχα έπεφταν ένα-ένα στη διαδρομή προς την κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου του με τα πόδια, έκανε δυο βήματα προς το κρεβάτι, έσκυψε κι άφησε το ημίγυμνο κορμί της πάνω του. Ανατρίχιασε ολόκληρη. Το κορμί της που είχε μείνει με τα εσώρουχα ήρθε σε επαφή με τα παγωμένα, μαύρα, τσαλακωμένα σατέν σεντόνια. Πρέπει να είχε αφήσει το κλιματιστικό όλη τη μέρα να βαράει παγωμένο αέρα στο δωμάτιο. Μόλις συνήλθε, συνειδητοποίησε πως στεκόταν όρθιος απέναντί της και την παρατηρούσε απ’ άκρη σ’ άκρη.

«Εκεί θα στέκεσαι;»

Το δωμάτιό του δεν είχε κουρτίνες. Μόνο το κρεβάτι, ένα κομοδίνο με ένα μισογεμάτο γυάλινο τασάκι δίπλα από ένα φωτιστικό γραφείου και διάφορες διάσπαρτες αφίσες για να κρύψουν το λευκό του τοίχου.

«Μη μας πάρει μάτι και όλη η γειτονιά.» Άπλωσε το χέρι της κι έσβησε το φως.

Μόνο ένα αχνό φως απ’ τον δρόμο έμπαινε απ’ το παράθυρο. Στα σκοτάδια πλέον κατέβασε το εσώρουχό του και πλησίασε το σώμα του στο δικό της. Τα νύχια της έγδαραν τους μυς της πλάτης του, όταν τη φίλησε στον λαιμό. Είχε βρει το ευαίσθητο σημείο της. Αδάμαστο πλέον το κορμί της απ’ τον έλεγχό της, όπως αδάμαστα και ζαλισμένα περνούσε εκείνος τα χέρια του κάτω απ’ τη μέση της για να την αγκαλιάσει και να τη φέρει πιο χαμηλά.

Το εσώρουχό της κύλισε στις γάμπες της, με τον αντίχειρά του να το οδηγεί και να σταματάει στα δάχτυλα των ποδιών της. Βρήκε τη θέση του που του ανήκει, στο πάτωμα, παρέα με τα υπόλοιπά τους ρούχα. Ανέβηκε μέχρι το πρόσωπό της. Το βλέμμα του, εμμονικά, σκάλωσε στα χείλη της. Μια παύση δευτερολέπτων κι ένα κοίταγμα στα μάτια.

«Φίλησέ με» της ψιθύρισε.

Τον αγκάλιασε σφιχτά και του έδωσε το φιλί που της ζήτησε. Κόμπιασε η ανάσα της! Ο αναστεναγμός της βρήκε καταφύγιο στο στόμα του την ώρα που έμπαινε μέσα της, αγκαλιάζοντας δυνατά το κορμί της πάνω στο στήθος του. Όση δύναμη είχαν πριν τα χέρια της για να κρατιούνται πάνω απ’ το κορμί του, είχε μόλις εξασθενήσει απ’ την ανακούφιση και την ηδονή, αφήνοντάς τα να συναντήσουν τα σεντόνια.

Έκλεισε τα μάτια της. Το στήθος της ακολουθούσε τον ρυθμό που έδιναν οι γοφοί του. Τα χέρια του είχαν μπλεχτεί ανάμεσα στα δικά της, τεντωμένα, σε μια προσπάθεια να στηρίξει το σώμα του. Έσφιξε την αριστερή της παλάμη στον καρπό του, με τη δεξιά να στραγγαλίζει το σεντόνι.

Δεν άντεχε άλλο έτσι. Οι φλέβες που διαγράφονταν στα χέρια του πρόδιδαν την κούρασή τους στην προσπάθεια να στηρίξουν το σώμα του. Ξάπλωσε δίπλα της και κόλλησε την πλάτης της στο στήθος του. Ο ιδρώτας κόλλησε τα κορμιά τους. Το δεξί του χέρι απομάκρυνε τα μαλλιά απ’ τον λαιμό της, πυρωμένος απ’ τις ανάσες του. Τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού μπλέχτηκαν με τα δικά της. Ξανά αυτός ο αναστεναγμός. Δεν μπόρεσε να τον πνίξει αυτή τη φορά. Ένιωσε την ανακούφισή του ενώ έμπαινε ξανά μέσα της.

Κάθε της αναστεναγμός τον έκανε να αυξάνει τον ρυθμό σταδιακά. Το δεξί του χέρι αναζητούσε τα χείλη της. Πρησμένα και κατακόκκινα απ’ την αυξημένη ροή του αίματος κι ό,τι είχε απομείνει απ’ το κόκκινο κραγιόν, συνάντησαν τον αντίχειρά του, αφήνοντάς τον να κυλίσει στο κάτω χείλος. Στη δεύτερη απόπειρα που έκανε για να συναντήσει τα χείλη της, τον δάγκωσε. Είχαν βρει την κορύφωση.

Δυο αναψοκοκκινισμένα κορμιά προσπαθούσαν να βρουν τις ανάσες τους κοιτώντας το ταβάνι. Οι καυτές τους πλάτες είχαν κολλήσει πάνω στο σεντόνι και το κλιματιστικό πάγωνε τον ιδρώτα στο στήθος τους. Πάλι καλά που ήταν κλειστά τα παράθυρα και δε θα διασκέδαζαν οι αναστεναγμοί τους τους γείτονες, σκέφτηκε εκείνη. Πάλι καλά που έκλεισε το φως.

Δεν το είχε σβήσει για να μην τους δει κάποιος γείτονας. Αισθάνθηκε αμήχανα που τον είχε αφήσει απέναντί της όρθιο, να περιεργάζεται το εκτεθειμένο κορμί της απ’ άκρη σ’ άκρη. Ένιωσε το βλέμμα του να τη γδύνει κι ας ήταν ήδη γυμνή.

Συντάκτης: Γιώργος Μαντάς
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη