Διάβασε το Μέρος Α’ εδώ. 

Δεν ήταν η πρώτη φορά που βρισκόντουσαν. Είχαν περάσει τέσσερις ημέρες απ’ την πρώτη τους συνάντηση. Το πρώτο ραντεβού είχε οριστεί απόγευμα σε ένα καφέ χωμένο σε μια ήσυχη στοά στο Χαλάνδρι. Πάρκαρε τη μηχανή του στο πεζοδρόμιο, ακριβώς έξω απ’ το μαγαζί. Πριν προλάβει καλά-καλά να αφαιρέσει το κράνος του απ’ το κεφάλι, χτύπησε το κινητό του. Είχε μήνυμα από εκείνη: «Κάθομαι έξω στον κήπο, όπως βγαίνεις αριστερά, στο βάθος. Θα με δεις.»

Κοίταξε το ρολόι του να δει μήπως είχε καθυστερήσει, αλλά τελικά είχε φτάσει κι αυτός λίγα λεπτά νωρίτερα. Άνετος –και συνεπής–, κλείδωσε το κράνος του στην μπαγκαζιέρα, έριξε μια ματιά στον καθρέπτη για να διορθώσει το μαλλί του που είχε πατικωθεί και περπάτησε προς το μαγαζί. Το σκοτάδι στην είσοδο της στοάς έκανε τα μάτια του να χαλαρώσουν και να ανοίξουν. Μπορεί να ήταν απόγευμα, αλλά Σεπτέμβρη μήνα στις έξι η ώρα ο ήλιος βρισκόταν ακόμα καταμεσής του ουρανού. Κάτι που τον τιμώρησε που ξέχασε τα γυαλιά του στο σπίτι.

Έφτασε στην είσοδο και την πόρτα του άνοιξε η κοπέλα στην υποδοχή, καλωσορίζοντάς τον, παρέα με την κάπνα απ’ το τσιγάρο που έτρεξε να διαφύγει με το άνοιγμά της. Δεν είχε αρκετό κόσμο σήμερα. Σκέφτηκε πως ακόμα δεν είχαν τελειώσει οι καλοκαιρινές άδειες των Αθηναίων, κάτι που εξηγούσε γιατί δε συνάντησε κίνηση στους δρόμους.

Το μαγαζί ήταν προσεγμένο αλλά παράλληλα λιτό, αφήνοντας τα ευδιάκριτα μπετά με τις εκτεθειμένες σιδερόβεργες να δίνουν έναν βιομηχανικό αέρα στον χώρο. Αν κι η διακόσμηση έμοιαζε παράταιρη, με έναν περίεργο τρόπο όλα ταίριαζαν μεταξύ τους. Αριστερά απ’ την είσοδο ξεχώριζε δεσποτικά ένας τριθέσιος κόκκινος καναπές που θύμιζε βικτοριανή εποχή κι απέναντί του μια δερμάτινη μαύρη πολυθρόνα. Δύο χρώματα αντίθετα, του πάθους και του σκότους. Το αγαπημένο του σημείο. Ήξερε το μαγαζί αρκετά καλά. Της είχε ζητήσει να γνωριστούν στο γήπεδό του για να αισθάνεται πιο άνετα σε ένα οικείο του περιβάλλον, ξεπερνώντας έτσι το άγχος του πρώτου ραντεβού.

Έξω στον κήπο, αριστερά στο βάθος, σε ένα τραπέζι απομονωμένο απ’ τα υπόλοιπα, τον περίμενε εκείνη. Τις πρώτες καλησπέρες διαδέχθηκαν αμήχανα χαμόγελα και δυο χαζοκουβέντες, πριν βομβαρδίσουν ο ένας τον άλλον με ερωτήσεις ανακριτικού χαρακτήρα, σε μια προσπάθεια να σπάσουν τον πάγο της πρώτης επαφής. Η παραγγελία με τα παγωμένα καφεδάκια και δύο κομμάτια κέικ που πρόσφερε το μαγαζί, μόλις έφτασε.

«Δε σε πειράζει να ξεκινήσω με το κέικ; Έτσι κι αλλιώς τελείωσε το καλοκαίρι, απ’ του χρόνου τον χειμώνα πάλι» του είπε με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο.

«Ε, άμα είναι έτσι, μπορείς να πάρεις και το δικό μου κομμάτι. Αλλά απ’ τον Φεβρουάριο, ξανά ο καθένας το κομμάτι που δικαιούται» σπρώχνοντας το πιατάκι προς το μέρος της.

«Πιστεύεις πως θα μιλάμε ακόμα μέχρι τον Φεβρουάριο;» τον ρώτησε σηκώνοντας το αριστερό της φρύδι.

«Μέχρι τον Φεβρουάριο σιγουράκι, μετά δεν ξέρω. Αναλόγως…» είπε με σοβαρό ύφος.

«Από τι εξαρτάται;»

«Από το αν θα συνεχίσεις ή όχι, να τρως το κέικ μου.»

Σιγή επικράτησε για μερικά δευτερόλεπτα. Τα βλέμματά τους τα έλεγαν όλα μες στη σιωπή, έτοιμα να αφοπλίσουν το επόμενο σχόλιο, αφήνοντας στο τέλος τη στιγμή να χαθεί ανάμεσα σε γέλια.

Ο ήλιος είχε κατέβει πίσω απ’ τη μεσοτοιχία που έκρυβε τον κήπο απ’ τη δίπλα πολυκατοικία και τη σειρά του έδινε στον πολύχρωμο φωτισμό που ξεπρόβαλε ανάμεσα απ’ τα παρτέρια με τις γλάστρες. Οι σερβιτόροι ξεκίνησαν να ανάβουν τα κεριά στα γαλάζια φαναράκια που βρίσκονταν πάνω στα τραπέζια κι η μουσική είχε γίνει πλέον πιο αισθητή.

Η ώρα περνούσε και τους καφέδες αντικατέστησε το ποτό.  Βότκα με σόδα από ροζ γκρέιπφρουτ και μια σφήνα λάιμ για εκείνη, Tommy’s μαργαρίτα σε χαμηλό με πάγο για εκείνον. Το μόνο που τους διέκοπτε διακριτικά πού και πού ήταν ο σερβιτόρος για να αλλάξει το τασάκι.

Την διέκοψε για να ακούσουν ένα απ’ τα αγαπημένα του κομμάτια που μόλις άρχισε να παίζει στα ηχεία. “Siempre me quedara”, από τη Natalia Doco. Ταίριαξε με τη χαλάρωση που τους είχε προσφέρει το ποτό. Ησυχία. Μόνο η φλόγα απ’ το κερί χόρευε στα μάτια τους, χαμένα μες στα μάτια του άλλου, αμήχανα και παράλληλα ερευνητικά.

Ως από μηχανής θεός τους διέκοψε την κατάλληλη στιγμή ο σερβιτόρος για να τους βγάλει απ’ την αμηχανία και να τους επαναφέρει στην πραγματικότητα. Ήθελε να πληρωθεί για να κλείσει το ταμείο του και να σχολάσει απ’ τη βάρδια. Με αυτόν τον τρόπο σήμανε κι η λήξη της πρώτης τους συνάντησης. Μάζεψαν τα πράγματά τους απ’ το τραπέζι κι ακολούθησαν τον δρόμο προς την έξοδο. Βγαίνοντας, στάθηκαν στην είσοδο για να καληνυχτιστούν.

«Πέρασα υπέροχα» της είπε κοιτώντας την στα μάτια.

«Κι εγώ» του απάντησε κρατώντας επαφή με τα μάτια του.

«Θα ήθελα να ξαναβρεθούμε, κι ας μου έφαγες το κέικ» την πείραξε.

Του χαμογέλασε. Ήταν σίγουρος πως αυτό το χαμόγελο ήταν κι η υπόσχεση για το επόμενό τους ραντεβού.

«Καληνύχτα!»

«Καληνύχτα!»

Με μια ήρεμη κίνηση πήγε κοντά του, σηκώθηκε ελαφριά στις μύτες των ποδιών της και του χάρισε ένα φιλί στο μάγουλο. Έγινε τόσο γρήγορα κι απροσδόκητα που δεν του έδωσε το περιθώριο να αντιδράσει. Έχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια του, μα έπρεπε να δείξει πως μπορούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Ήταν απαλό, γεμάτο και σίγουρα είχε διάρκεια. Βασικά, δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για τον χρόνο εκείνη τη στιγμή. Τα χείλη της του φάνηκαν παγωμένα στην αρχή. Είχαν τη δροσιά της παγωμένης βότκας ανάμεικτης με το άρωμά της, που για πρώτη φορά το μύριζε. Του θύμισε κάτι από ροδόνερο. Μόλις τα χείλη της κόλλησαν τελείως στο μάγουλό του, τα ένιωσε καυτά. Πρωτόγνωρο φιλί.

Κοίταξε προς το στενό που έφευγε, αλλά είχε χαθεί απ’ το βλέμμα του ανάμεσα σε τόσο κόσμο. Σίγουρα έφυγε τόσο βιαστικά για να μην τον αφήσει να ανταποδώσει. Ήθελε να ‘χει τον έλεγχο της στιγμής και να μην αφήσει περιθώρια για κάτι πέρα απ’ το σχέδιό της. Ξεκλείδωσε μηχανικά την μπαγκαζιέρα του για να βγάλει το κράνος, έβαλε το κλειδί στη μίζα κι ανέβηκε στη μηχανή. Κοντοστάθηκε να κάνει ένα τσιγάρο, χαμένος ακόμα στο φιλί της.

Όπως και τότε, με εκείνο το φιλί, έτσι και τώρα στο δεύτερο ραντεβού, τα χείλη της πρωταγωνιστούσαν. Το άνω χείλος της είχε ελαφρώς περισσότερο όγκο απ’ το κάτω. Μάλλον αυτό το σημείο είναι που είχε νιώσει παγωμένο πάνω στο μάγουλό του στο πρώτο ραντεβού. Το κόκκινο κραγιόν της έκανε ωραία αντίθεση με το καστανό των μαλλιών της. Ένα εκρηκτικό κόκκινο, που τους έδινε μια λάμψη, ακολουθώντας το φυσικό τους περίγραμμα, χωρίς να ‘ναι υπερβολικό σε σχέση με το υπόλοιπο σύνολο. Αυτά τα χείλη ήταν υπαίτια για τον μπελά που είχε αποκτήσει μόλις.

«Θα μου απαντήσεις;» τον ρώτησε κοιτώντας τον με απορία.

«Ε…», προσπαθώντας να βρει κάτι να απαντήσει. Τελικά ήταν πιο έξυπνη απ’ ό,τι περίμενε. Μια φωνή μέσα του αναρωτιόταν πόσο βλάκας μπορούσε να ‘ναι που τον έπιασε. Τι θα νομίζει τώρα;

«Τι “ε”;» επανέλαβε την ερώτηση με πιο αυστηρό τόνο αυτή τη φορά.

Σκέψου βλάκα κάτι καλό κι ετοιμόλογο να απαντήσεις, μπας και το συμμαζέψεις.

«Γιατί μ’ αρέσουν.» Το ‘πε!

Η αμηχανία είχε κάνει το πρόσωπό του να ροδίσει. Τόσα και τόσα θα μπορούσε εναλλακτικά να πει, αυτό του ήρθε στο μυαλό; Τόσο άτσαλα χωρίς να ‘χει προετοιμάσει το έδαφος; Η σκέψη χάθηκε στο να φαντάζεται πώς βλέπει τον εαυτό του από απέναντι, σαν ένας τρίτος. Είχαν σιωπήσει κι οι δύο. Άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του που έσχιζαν το σώμα του όσο περίμενε την αντίδρασή της. Σίγουρα την είχε φέρει σε δύσκολη θέση. Κι αν ήταν νωρίς ή είχε παρερμηνεύσει τα σημάδια;

Με μια κίνηση που τον εξέπληξε, τον πλησίασε φτάνοντας αρκετά κοντά του. Ελάχιστα εκατοστά πλέον χώριζαν τα χείλη τους.

«Και τι θα κάνεις γι’ αυτό;»

Συντάκτης: Γιώργος Μαντάς
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη