«Για ένα πουκάμισο αδειανό…» ψέλλισε η Ανεζίνα το στίχο του Σεφέρη, καθώς τραβούσε από μια κρεμάστρα ένα μπορντό πουκάμισο. Ετοίμαζε τη βαλίτσα της. Θα πήγαινε στο χωριό της για τις διακοπές των Χριστουγέννων κι είχε αποφασίσει να κάνει ένα γενικό ξεσκαρτάρισμα στην ντουλάπα της -μάλλον και στη ζωή της. Δίπλα της η αδελφική της φίλη, η Ρένα, ξεχώριζε ποια ρούχα της άρεσαν και παζάρευε μαζί της, για να την πείσει να της τα χαρίσει.

«Ακόμα το έχεις αυτό;» ρώτησε η Ρένα τραβώντας το πουκάμισο και ποζάροντας στον ολόσωμο καθρέφτη. Η Ανεζίνα έμεινε ενοχικά σιωπηλή. Όλα τα είχε πάντα σε τάξη, εκτός απ’ τους λογαριασμούς της με το παρελθόν της. Κι όχι τόσο με τα πρόσωπα που διάλεξαν να ανήκουν σε αυτό αλλά με τον εαυτό της και τις επιλογές της.

Η Ρένα συνέχισε να προβάρει το χειμωνιάτικο πουκάμισο κι η Ανεζίνα να κάνει ρολάκια τα μπλουζάκια που στρίμωχνε στη βαλίτσα της. Μα το μυαλό της δε στριμώχνονταν στη λογική. Έφευγε.

Γυρνούσε σε εκείνες τις μέρες που είχε φάει τον κόσμο για να βρει ένα ωραίο μπορντό πουκάμισο. Κι ύστερα, όταν επιτέλους είχε βρει ένα όπως το φανταζόταν, είχε βάλει όλη της τη φαντασία για να φτιάξει την τέλεια συσκευασία δώρου. Θυμόταν ακόμα τη λαχτάρα της για εκείνη τη Χριστουγεννιάτικη έκπληξη.

Θυμόταν, όμως, κι όλη της την απογοήτευση, όταν το δώρο δε δόθηκε τελικά ποτέ κι έμεινε με το φιόγκο πάνω σε ένα σκαμπό. Της είχε πάρει μέρες για να αποφασίσει τι να το κάνει. Μάλλον της είχε πάρει μέρες για να αποφασίσει τι να κάνει με τον παραλήπτη του.

Μέχρι που πέρασαν οι γιορτές και δεν ταίριαζε το χριστουγεννιάτικο περιτύλιγμα με το σαλόνι της κι αναγκάστηκε να το ξετυλίξει. Θα μπορούσε, βέβαια, να το πετάξει, αλλά της ήταν αδύνατο. Πιο αδύνατο απ’ το να πέφτει πάνω του κάθε φορά που έψαχνε κάτι στην ντουλάπα της. Γι’ αυτό το έπλυνε, το σιδέρωσε και το φύλαξε.

«Στο χαρίζω» είπε η Ανεζίνα κοφτά κι η Ρένα σάστισε.

«Μπα; Δε θα χρειαστεί να σε παρακαλέσω;» αποκρίθηκε εκείνη ειρωνικά προσπαθώντας να το κουμπώσει. «Νομίζω πως δε μου κάνει, αλλά θα βρω κάποιον καλύτερο τρόπο να το αξιοποιήσω απ’ ό,τι εσύ».

Η Ανεζίνα δεν απάντησε στην ειρωνεία της φίλης της. Είχε μπόλικη δόση αλήθειας, άλλωστε. Είχε βαρεθεί έτσι κι αλλιώς να το βλέπει. Ίσως η Ρένα να το έκανε ξεσκονόπανο, ίσως να το φορούσε σε κανέναν αρκούδο της, ίσως να το έπιανε στα δόντια του ο σκύλος της και να έπαιρνε το αίμα του πίσω απ’ το παρελθόν της Ανεζίνας. Σε κάθε περίπτωση θα εξυπηρετούσε ένα σκοπό, ενώ στην ντουλάπα της εξυπηρετούσε μόνο τη θύμηση.

Η Ρένα το δίπλωσε όπως-όπως και το έχωσε σε μια σακούλα με τα υπόλοιπα «κλοπιμαία» της. Η Ανεζίνα μισούσε την κακή σχέση της φίλης της με την τάξη, αλλά για αυτό το πουκάμισο δεν άξιζε να ανοίξει άλλες κουβέντες.

Βγήκε στο μπαλκόνι να τινάξει ένα ριχτάρι που ήθελε να διπλώσει κι η Ρένα προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει.

«Πώς σου φαίνεται η νέα μας γειτόνισσα;» τη ρώτησε με ερευνητικό βλέμμα εξετάζοντας εξονυχιστικά το μπαλκόνι στον απέναντι ημιώροφο.

Η Ανεζίνα σήκωσε αδιάφορα το βλέμμα. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι κάθε μέρα βλέπω δεκάδες απλωμένα αθλητικά ρούχα κι άλλα τόσα ζευγάρια αθλητικά παπούτσια σε αυτό το μπαλκόνι. Κατά τα άλλα, άνθρωπο δεν έχω δει ποτέ» είπε κι έπιασε τις δύο άκρες απ’ το κάλυμμα.

«Χάνεις!» είπε η Ρένα κι αναστέναξε. Λάτρευε τις ωραίες γυναίκες κι η Ανεζίνα αυτό το είχε καταλάβει από τότε που μοιράζονταν το ίδιο θρανίο. Αλλά δεν είχε βγει ποτέ μαζί της στα στέκια της. Είχε μόνο γνωρίσει μερικές απ’ τις κοπέλες και τις φίλες της κάποια βραδιά που μαζεύονταν στο διαμέρισμά της.

Έτσι κι αλλιώς η Ανεζίνα εδώ και καιρό απείχε από βόλτες και ξενύχτια. Η Ρένα στην αρχή δεν την άφηνε σε ησυχία, αλλά αργότερα συμβιβάστηκε με την επιλογή της. Είχε επικεντρωθεί στη δουλειά και στο μεταπτυχιακό της, κι ίσως έτσι δικαιολογούσε το χρόνο που δεν είχε να αφιερώσει στα προσωπικά της. Είχε κουραστεί από έρωτες που ξεκινούσαν με το τίποτα και κατέληγαν στο πουθενά. Οπότε είχε αποφασίσει να ασχοληθεί με πιο προσοδοφόρα πράγματα στη ζωή της.

Κι έτσι κάπως, κατέληξε να πηγαίνει στους γονείς της αυτά τα Χριστούγεννα, γιατί δεν της πήγαινε η καρδιά να πάει στην εκδρομή που είχαν κανονίσει η Ρένα, η κοπέλα της και τα άλλα ζευγάρια της παρέας. Κι αν έμενε στο σπίτι της, η Ρένα δε θα ‘θελε να την αφήσει μόνη στις γιορτές κι η Ανεζίνα δε θα άφηνε να χαλάσει η φίλη της τα σχέδιά της για εκείνη. Οπότε θα πήγαινε στο χωριό, για να αφιερώσει και λίγες στιγμές στους γονείς της, που λόγω περιορισμένου χρόνου σπάνια κατέβαιναν στην πρωτεύουσα.

«Αύριο τι θα κάνουμε, που είναι η τελευταία μας μέρα και νύχτα μαζί στην Αθήνα για φέτος;» ρώτησε με πολλά υποσχόμενο τόνο η Ρένα κι η Ανεζίνα την κοίταξε με την άκρη του ματιού της.

«Εγώ αύριο το πρωί δουλεύω και το βράδυ θα κοιμηθώ νωρίς, γιατί πρέπει να είμαι ξημερώματα στο αεροδρόμιο» απάντησε η Ανεζίνα κι έκλεισε πίσω τους την μπαλκονόπορτα. «Και προβλέπονται βροχές αύριο και ξέρεις πόσο ωραία είναι να δουλεύεις στο κέντρο μια βροχερή μέρα» συνέχισε η Ανεζίνα κι η Ρένα έσφιξε τα δόντια, για να μη σχολιάσει την γκρίνια της φίλης της.

Πράγματι η επόμενη μέρα θα ξημέρωνε βροχερή. Πολύ βροχερή. Μόνο που αυτή η καταιγίδα θα έφερνε ένα αλλιώτικο ουράνιο τόξο για την Ανεζίνα. Και το αεροπλάνο θα το έχανε όχι λόγω κακοκαιρίας αλλά λόγω επιθυμίας…

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη