Λένε πως η σεξουαλικότητά μας αναπτύσσεται ήδη απ’ τα πρώτα παιδικά μας χρόνια. Στην εφηβεία οι περισσότεροι από μας ξεκινάμε να κτίζουμε στο μυαλό μας τα θεμέλια της δικής μας ιδεατής σχέσης, κολλώντας στους τοίχους του δωματίου μας αφίσες με το διάσημο αστέρι που μας έκλεψε την καρδιά κι ευχόμενοι να βρούμε στην πορεία κάποιον που να του μοιάζει.

Λίγο πριν περάσουμε το κατώφλι της ενηλικίωσης, έχουμε, κατά καιρούς, έντονα ερωτικά σκιρτήματα για πρόσωπα του στενού μας περιβάλλοντος, τα οποία, όμως, τείνουμε να εξιδανικεύουμε τόσο, ώστε, πολλές φορές, να μην τολμάμε να κάνουμε τη φαντασία μας πράξη. Ο καθηγητής της φυσικής στο σχολείο ή εκείνη η συμμαθήτρια που αποτελεί το απωθημένο του μισού αντρικού μαθητικού πληθυσμού, μας βοηθούν στη δημιουργία ενός πλατωνικού ρομάντζου, δίχως το ρίσκο μιας πραγματικής σχέσης.

Εφηβικές ανοησίες, θα μπορούσε να πει κανείς. Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που το ροζ αυτό συννεφάκι συνεχίζει να μας ακολουθεί και στην ενήλικη ζωή μας; Σε τι οφείλεται η εξιδανίκευση με την οποία πλάθουμε στο μυαλό μας τον ιδεατό σύντροφο;

Αναμφίβολα, μεγάλο μέρος της ευθύνης φέρουν οι ταινίες που μας συντρόφεψαν και συνεχίζουν να το κάνουν όλα αυτά τα χρόνια. Το λεγόμενο «σύνδρομο της Disney» έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την εδραίωση των επιθυμητών χαρακτηριστικών που οφείλει να διαθέτει το μελλοντικό μας ταίρι. Απ’ τη μία, ο όμορφος και ρωμαλέος πρίγκιπας ζει στο παλάτι του, διαφεντεύει ένα ολόκληρο βασίλειο και κάνει τα πάντα προκειμένου να ‘ναι μαζί με την αγαπημένη του. Απ’ την άλλη πλευρά, η όμορφη κι ανυπεράσπιστη αγαπημένη, με τα μακριά λαμπερά της μαλλιά και τα μεσάτα φορέματα που τονίζουν τη θηλυκότητά της, περιμένει απ’ τον πρίγκιπα να έρθει να την σώσει.

Έτσι, λοιπόν, πιστεύουμε –λανθασμένα, φυσικά– ότι ο μελλοντικός μας σύντροφος πρέπει να διακατέχεται απ’ τις παραπάνω «αρετές». Μόλις έρθει η ώρα να γνωρίσουμε ένα νέο εραστή, αρχίζουμε να τον υποβάλλουμε αμέσως σ’ ένα νοητό τεστ, εξετάζοντας μία-μία τις αρετές αυτές και βάζοντας τικ σ’ εκείνες που διαθέτει. Αν έστω και μία λείπει, τότε λυπούμαστε, δεν είστε ο ιδανικός, επομένως δε θα σας ξαναχρειαστούμε.

Κανείς δεν είναι αρκετά καλός για μας. Γι’ αυτό, λοιπόν, προτιμότερο να ‘μαστε μόνοι μας. Μήπως, τελικά, αυτό φταίει στην ουσία; Μήπως αδίκως κατηγορούμε την καημένη τη Disney και τα παραμύθια της, ενώ, στην πραγματικότητα, εμείς είμαστε που δε θέλουμε να δεσμευτούμε;

Ο φόβος της δέσμευσης αρκεί για να θρέψει τον ψυχαναγκασμό μας και, μάλιστα, χωρίς να εκτεθεί διόλου. Η εμμονή μας για τον imaginary lover, εκείνον που μας πρέπει κι αυτόν που δεν υποβιβάζει ούτε στο ελάχιστο τα στάνταρ μας, επί της ουσίας, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μηχανισμό άμυνας που έχουμε αναπτύξει ενάντια στην επικείμενη δέσμευση. Ψάχνουμε να πιαστούμε από κάπου, οπουδήποτε, όπως ο ναυαγός παλεύει να πιαστεί από μια σανίδα σωτηρίας.

Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι η μοναξιά. Το θέμα μας είναι τι θα πουν οι άλλοι. Δε φοβόμαστε να μείνουμε μόνοι μας, αλλά αντίθετα τρέμουμε μήπως αποτύχουμε κι εκτεθούμε. Μετατρέψαμε την πιθανότητα της δέσμευσης σε συνώνυμο μιας ενδεχόμενης αποτυχίας κι απογοήτευσης του εαυτού μας. Συμφωνήσαμε μαζί του να τον προστατέψουμε, ακόμη κι αν αυτή του η κάλυψη συνοδεύεται από κάρτα διαρκείας στην απομόνωση. Φροντίσαμε να στρέψουμε αλλού την προσοχή των υπολοίπων, μην τυχόν κι υποπτευθεί κανείς αυτή μας τη φοβία. Και στο τέλος, πιστέψαμε κι εμείς οι ίδιοι τις ψεύτικες δικαιολογίες, με τις οποίες ρίχναμε στάχτη στα μάτια των άλλων. Τυφλωθήκαμε για χάρη μας κι εξαιτίας μας.

Αν αγαπάς τη μοναξιά σου, υποστήριξέ την. Καν’ το, όμως, όντας πράγματι σίγουρος ότι θέλεις να μείνεις μόνος. Και φυσικά, όταν φτάσει η στιγμή να την αποχωριστείς, μη φοβηθείς. Μην αρχίσεις να προβάλλεις δικαιολογίες. Αυτές είναι για ‘κεινους που ντρέπονται και φοβούνται, όχι για ‘σενα.

 

Συντάκτης: Mαριλένα Χρονοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη