Οι άνθρωποι που εργάζονται με ηλικιωμένους μπορούν να στο επιβεβαιώσουν. Στα νοσοκομεία η εργασιακή σχέση με τον ηλικιωμένο είναι, κατά κάποιον τρόπο, τουριστική. 

Προσφέρεις τις υπηρεσίες σου όσο το δυνατόν περισσότερο ανθρώπινα (είναι η φύση του επαγγέλματος τέτοια) και γυρνάς στο σπίτι σου. 

Όταν, όμως, εργάζεσαι σε σπίτι, τον ζεις τον ηλικιωμένο, τον γνωρίζεις σε βάθος. Αυτό που σου επιβεβαιώνουν, λοιπόν, όσοι περνούν ώρες με άτομα της τρίτης ηλικίας είναι ότι υπάρχουν φορές που απλά δεν αντέχονται. 

Λόγω ασθενειών κάποιοι, θα πεις. Όχι. Απλά η ασθένεια επιτρέπει να ξεδιπλώσουν το χαρακτήρα τους πιο γρήγορα, ακόμη και σε έναν ξένο. Μιλάμε φυσικά για τους δύσκολους χαρακτήρες. Όχι για εκείνους τους απλούς, τους καλόβολους ανθρώπους που έτσι ήταν από παιδιά, έτσι ήταν μεσήλικες κι έτσι θα είναι μέχρι τέλους.

Ναι, οι περισσότεροι είναι δύστροποι. Εγωιστές κι εγωπαθείς. Νομίζουν πως η καθημερινότητα του υπαλλήλου τους ή των οικείων τους περιστρέφεται γύρω από εκείνους επειδή απλά βιώνουν την ανηφοριά που λέγεται γηρατειά. 

Γκρινιάζουν, μουρμουράνε. Όλα τους φταίνε. Είναι μουστρούφηδες, χωρίς χαμόγελο κι αισιοδοξία. Χωρίς θετική ενέργεια. Κι όλο θέλουν. Εκτός από τις υπηρεσίες σου, θέλουν γενικά το χρόνο σου. Τη δική σου ενέργεια. Το δικό σου νοιάξιμο. Ενίοτε επιζητούν κι αποκλειστικότητα, ξεχνώντας τις δεκάδες υποχρεώσεις σου σε χίλιες άλλες μεριές. 

Μα έρχεται η ώρα εκείνη στο τέλος της βάρδιας που είναι καθ’ όλα τακτοποιημένοι κι επιτέλους χαμογελαστοί. Χορτάτοι, καθαροί και στη ζεστασιά τους. Κι αν ένας ξένος μπορεί να νιώσει όλη αυτή την ηθική ικανοποίηση από την φροντίδα ενός ηλικιωμένου, φαντάσου πόσο μπορεί να το νιώσει ένας γιος ή μία κόρη.

Η πλειοψηφία εκείνων που έχουν ηλικιωμένο γονιό υπό την προστασία, φροντίδα ή ευθύνη τους, έχει αναμφισβήτητα σκεφτεί την ιδέα ενός γηροκομείου. Κι αν το οικονομικό ζήτημα δεν ήταν πάντα ο ανασταλτικός παράγοντας, δε θα υπήρχαν ποτέ κενές θέσεις σε κανένα από αυτά. 

Έχει άραγε αναρωτηθεί όμως, ο κάθε γιος ή η κόρη που ονειρεύεται μια χώρα με δωρεάν γηροκομεία, πώς θα ήταν η δική του ζωή, εάν στις όποιες δυσκολίες των δικών του κατά τη βρεφική, παιδική ή εφηβική του ζωή εκείνοι κατέφευγαν σε ένα ορφανοτροφείο για απαλλαγή από την όποια ταλαιπωρία;

Ήσουν κάποτε μικρός. Ή μικρή. Το ίδιο κάνει. Ήσουν, λοιπόν, κάποτε παιδί. Κι οι γονείς σου κουράστηκαν για ‘σένα όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Όταν ήσουν άρρωστος ξενυχτούσαν κοντά στο κρεβάτι σου μέχρι το ξημέρωμα. Αλλά κι όταν ήσουν καλά, ενίοτε χαλούσαν τον ύπνο τους μόνο και μόνο για να δουν αν είσαι καλά, αν αναπνέεις. Για να σε σκεπάσουν. 

Ποτέ δεν σκέφτηκαν να σε δώσουν στο πλησιέστερο ίδρυμα. Όταν έπαιζες με την υπομονή τους, όταν τους έφερνες στα όριά τους πικραίνοντάς τους ταυτόχρονα, παρέμειναν και πάλι δίπλα σου. Όποτε είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στην πληρωμή ενός ληγμένου λογαριασμού και σε ένα ζευγάρι καινούρια αθλητικά παπούτσια, επέλεγαν πάντα το δεύτερο. Κι ήταν πολλές φορές που μια βόλτα φάνταζε ως η ιδανική διέξοδος, αλλά θα έμενες μόνος. 

Υπήρχαν πολλοί λόγοι για τους οποίους θα μπορούσαν να σε «αναθέσουν» κάπου αλλού, όμως δεν το έκαναν. Απλούστατα γιατί ποτέ δεν το σκέφτηκαν.  

Με εξαίρεση κάποιους χώρους που μοιάζουν με πολυτελή ξενοδοχεία με πάμπολες παροχές και προσωπικό να προσφέρει τα μέγιστα, τα σημερινά γηροκομεία είναι καταθλιπτικοί χώροι περισυλλογής «ναυαγίων» της ζωής, ανθρώπων δηλαδή εγκαταλελειμμένων από τους συγγενείς τους. Χώροι με άθλιες συνθήκες διαβίωσης, χωρίς ιατρικό προσωπικό ή νοσηλευτική φροντίδα και με σωρεία υγειονομικών παραβάσεων. 

Τη «φροντίδα» των ηλικιωμένων διεκπεραιώνουν άνθρωποι ανίδεοι από επαγγέλματα υγείας, άνθρωποι ακατάλληλοι για στοιχειώδη φροντίδα ανήμπορων ανθρώπων. Όσο δύστροπος και δυσάρεστος ή απλά κουραστικός είναι ένας ηλικιωμένος γονιός, το σίγουρο είναι ότι δεν αξίζει μια τέτοια κατάληξη.

Υπάρχει κάποιο άγραφο αμοιβαίο «συμβόλαιο φροντίδας» μεταξύ παιδιών και γονέων και οι αόρατες υπογραφές έχουν δοθεί από καρδιάς. Δεν υπάρχουν άλλα πρόσωπα που θα επιθυμούσαν να βλέπουν κάποιοι, στη δύση της ζωής τους, από εκείνα των οικείων τους, των ανθρώπων που κάποτε οι ίδιοι φρόντισαν, ανέθρεψαν και μεγάλωσαν. 

Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά από την αίσθηση της εγκατάλειψης από την ίδια σου την οικογένεια, απλά επειδή είσαι σε μη παραγωγική ηλικία. 

Η αγάπη, η προσφορά και η θυσία είναι έννοιες αμφίδρομες, δεν είναι απλά κοινωνικές ή οικογενειακές υποχρεώσεις. Κι αν εσύ δεν μπορείς να συμβάλεις στο αμφίδρομο αυτής της σχέσης, σημαίνει ότι απλά δεν άξιζες όσα μέχρι τώρα έλαβες.

    

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα