Δε μ’ ενδιαφέρει η κοσμοθεωρία σου και η ιδεολογία σου. Τα χόμπι και οι συλλογές σου. Οι συναυλίες που θες ν’ ακούσεις και τα νησιά στα οποία θες να κολυμπήσεις. Οι χάρτες που ζωγραφίζεις τυχαία μιλώντας στο τηλέφωνο και οι νότες που ψιθυρίζεις στο ασανσέρ. Δεκάρα δε δίνω για τα θερινά σινεμά που είδες φέτος. Ούτε για τα σφηνάκια τζακ αμαρέτο που ανακάλυψες.

Δε μ’ ενδιαφέρει τίποτα από ‘κείνα που ενδιαφέρουν τους φίλους σου. Τίποτα φιλικό. Τα παιδικά σου τραύματα και οι εφηβικές σου αναφορές. Η βιβλιογραφία που αγαπάς και οι καρικατούρες ανθρώπων που σιχαίνεσαι. Δεν μ’ ενδιαφέρει τίποτα απ’ όλα αυτά. Ένα με νοιάζει μόνο. Η φωνή σου όταν αλλάζει χροιά ανάλογα με το συναίσθημα. Οι αναπνοές σου όταν σκέφτεσαι τα γυρίσματα της ζωής σου.

«Προσωπικά, δεν έχω αισθήματα για σένα φιλικά, μονάχα βήματα θιγμένα ερωτικά» λέει ο στίχος. Θαρρείς τον έγραψα εγώ, ίσως και ναι. Ίσως και όχι. Μα δε με νοιάζει τίποτα κυριλέ και κόσμιο όσον αφορά την ωραιότατη ζωή σου. Μόνο το ένστικτο εκείνο με νοιάζει, εκείνο που θα σ’ έψαχνε τη νύχτα διψασμένο. Εκείνο το οποίο θα έγραφε στους τοίχους της πόλης τα «σε θέλω» της ζωής μου.

Δε με νοιάζει η φιλήδονη ματαιοδοξία σου για τις καρδιές που δε θέλησες να προσέξεις. Δε με νοιάζει και το πού θα καταλήξει η δική σου περιπλανώμενη καρδιά. Με νοιάζουν μόνο τα όσα «μύρισα» στα πόδια σου σαν πεινασμένος σκύλος και δεν έλαβα. Τα όσα μπορούσες να μου δώσεις κι απαξίωσες. Κατά τ’ άλλα δεν υπάρχεις.

«Προσωπικά, δε θέλω τίποτα μαζί σου, λογικά, μου πάει ο ήχος της φωνής σου τραγικά και δεν αλλάζω το κορμί σου με την άψογη ζωή σου τελικά» και το πιάνο γεμίζει το δωμάτιο απόψε. Δε γεννηθήκαμε όλοι για να συναναστρεφόμαστε αναίμακτα. Ούτε για να περνάμε χαλαρά τις ώρες μας. Τα χάπι εντ και τα μπάρμπεκιου στον κήπο δεν ένοιαξαν ποτέ τους έρωτές μου. Δεν είμαστε φίλοι κι ούτε θα γίνουμε ποτέ. Δεν ήμασταν ποτέ συμβατοί δότες μιας χαλαρής φιλίας.

«Προσωπικά, εμένα ο χρόνος μου γυρίζει κυκλικά κι αλλάζει ο τόνος μου στο τέλος ειδικά, γι’ αυτό να ξέρεις κι επιμένω κι ας μου το’ χεις ξεγραμμένο, οριστικά». Δε με νοιάζει τι θ’ απογίνεις και πού θα βρεθείς. Ούτε και που μ’ ένοιαξε ποτέ. Το δικό μου συναίσθημα δεν είχε ποτέ να κάνει με φιλανθρωπίες, ουδέποτε πίστεψα σ’ αυτές. Με νοιάζουν μόνο οι μάχες στις οποίες ενεπλάκην κι έπρεπε να φύγω ηττημένη. Κι όρθια. Το πού θα ξόδευε ο άλλος το τρόπαιο της απόρριψής του, το πώς θα το γιόρταζε δε μ’ αφορούσε ποτέ.

«Προσωπικά, εγώ τρελαίνομαι, το παραμύθι σου και να ‘μαι και να φαίνομαι» και γεμίζει το δωμάτιο από το πιάνο της άρνησής σου. Δε μ’ αφορά η ζωή σου, φίλε, ούτε και η φιλία σου. Καλό θα είναι να μην ξαναφανείς κιόλας ποτέ ξανά. Σίγουρα δε θα μ’ απασχολήσει και στο μέλλον ποτέ τίποτα από σένα. Μόνο το παραμύθι σου μ’ αφορούσε ένα διάστημα, μέχρι να το κλείσω και να το ξαναβάλω κι αυτό στο ράφι στο βάθος. Κάτω από ‘κείνο με τα βιβλία των ενηλίκων.

Φίλοι ποτέ πριν, ποτέ ξανά.

Ή εραστές ή τίποτα.

 

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα