«Αγαπημένο μου σπίτι,

Πέρασαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια που εσύ κι εγώ βιώναμε την κάθε μας μέρα μαζί, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό. Έχω δεθεί τόσο πολύ μαζί σου και τώρα, που ήρθε η ώρα να σε αποχωριστώ, νιώθω πως προσπαθούν να με απομακρύνουν με τη βία, χωρίς τη θέλησή μου από κάποιον που αγάπησα πολύ…»

Κάπως έτσι θα ξεκινούσες να γράφεις ένα υποθετικό γράμμα στο φοιτητικό σου σπίτι, όταν θα ‘ρθει η ώρα να ξενοικιάσεις και να επιστρέψεις στη βάση σου. Ως φοιτητές περνάμε από διάφορες καταστάσεις. Είναι η φάση που αφήνουμε τον εφηβικό μας εαυτό πίσω και πλέον όλοι μας κατατάσσουν στους ενήλικες. Γινόμαστε ξαφνικά εκείνοι με τις ευθύνες. Κι υπάρχει μεγαλύτερη ευθύνη κι αλλαγή απ’ την ίδια την ανεξαρτησία; Απ’ το να μείνεις, μετά από 18 χρόνια, για πρώτη φορά μόνος σου; Σε ένα σπίτι που θα ‘ναι δικό σου. Και μόνο δικό σου.

Ακόμα θυμάμαι την πρώτη μέρα μακριά απ’ τους γονείς μου. Σε μια πόλη άγνωστη. Μόνη μου. Πολύ περίεργο συναίσθημα. Πρωτόγνωρο. Τελείως ξένο. Όπως ξένο ήταν κι αυτό το μέρος. Και κατέληξε πια να θεωρείται για τον καθένα από μας δεύτερη πατρίδα μας, κομμάτι μας. Έτσι και το ίδιο το σπίτι μας, ο χώρος μας, έγινε κομμάτι μας, δεθήκαμε μαζί του, για λόγους που δε θα είναι ποτέ αρκετοί ολόκληροι τόμοι για να τους απαριθμήσουμε.

Αρχικά, είναι ο νέος ανεξερεύνητος τόπος, που αποπνέει ένα μοναδικό αέρα ανεξαρτησίας. Είσαι εσύ κι είναι αυτοί οι δρόμοι που θα σε ξεναγήσουν σε μια νέα ζωή κι εκείνοι οι τοίχοι του καταφύγιού σου, που θα σου κρατάνε συντροφιά για τα επόμενα τέσσερα με πέντε χρόνια. Κι είναι τόσα πολλά όλα αυτά που έζησες εκεί έξω κι εκεί μέσα. Εδώ μέσα σε μία μέρα ανατρέπονται όλα και συμβαίνουν τόσα διαφορετικά γεγονότα. Φαντάσου μέσα σε τέσσερα χρόνια τι μπορεί να ‘χει συμβεί.

Όποιον φοιτητή και να ρωτήσεις, θα σου πει πως το αγαπάει το σπίτι του. Το πονάει, μη σου πω. Ναι, το πονάει. Γιατί είναι δικό του. Όπως δένεσαι συναισθηματικά με ανθρώπους κι αντικείμενα, έτσι δένεσαι και με το σπίτι σου, μ’ όλη την ιδέα του, με την αίσθηση εκείνης της ασφάλειας που σου προσφέρει. Εκεί μέσα βιώνεις τις πρώτες σου ιδιωτικές στιγμές, μακριά από όλους κι από όλα. Εκεί μέσα ήρθες αντιμέτωπος με τη μοναξιά και τον εαυτό σου, κι έμαθες να τους αγαπάς και τους δύο, τον καθένα για ξεχωριστούς λόγους.

Μόνος σου, εκεί μέσα, μέτρησες πολλές νέες αρχές. Έκανες τις πρώτες απόπειρες μαγειρικής και καθαριότητας. Άνοιξες όλες τις πόρτες και τα παράθυρα κι έκανες γενική που θα ζήλευε μέχρι κι η γιαγιά σου, κι άλλοτε άφησες τον χώρο σου ακατάστατο για μέρες, γιατί απλά δεν είχες διάθεση. Γιατί μπορούσες να κάνεις ό,τι θέλεις, όποτε το θέλεις, αφού δεν έχεις κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι σου να γκρινιάζει να συμμαζέψεις. Επειδή ήταν, όμως, το σπιτάκι σου και το νοιαζόσουν, ήθελες, συνήθως, να το ‘χεις περιποιημένο κι εκείνο σ’ έμαθε, με τη σειρά του, πώς να ‘σαι υπεύθυνος και νοικοκύρης.

Το φοιτητικό σου σπίτι ήταν παρόν σε κάθε στιγμή σου. Σε κάθε μάζωξη με την παρέα σου, σε κάθε γέλιο και πείραγμα, σε κάθε μεθύσι και κάθε sleepover με το κολλητάρι, σε κάθε –και καλά– βραδιά για ταινία με το πρόσωπο σε ενδιέφερε, σε κάθε νύχτα που ανέβαζες ντεσιμπέλ από πάθος κι έρωτα, σε κάθε κλάμα, κάθε συγκίνηση, κάθε απογοήτευση και κάθε επιτυχία. Σε κάθε χαρά και κάθε στεναχώρια, κάθε ξημέρωμα μετά απ’ την έξοδο του Σαββάτου και σε κάθε δευτεριάτικο πρωινό ξύπνημα, για την υποχρεωτική παρακολούθηση στη σχολή.

Ήταν εκεί, η παρηγοριά σου, το ησυχαστήριό σου. Να σε άκου υπομονετικά, να σε στηρίζει σε κάθε σου απόφαση κι επιλογή, και βουβά να βρίσκεται πάντοτε δίπλα σου. Σε κάθε σου στιγμή, σε κάθε σου νέο βήμα. Στις άυπνες βραδιές σου την περίοδο της εξεταστικής και τα χαλαρά μεσημέρια, με καφέ και μουσική, όταν άραζες στον καναπέ σου και τίποτα άλλο δεν είχε σημασία.

Κι ύστερα απ’ όλα αυτά, μετά από τόσες αναμνήσεις, ήρθε η ώρα που πρέπει να ξενοικιάσεις και να το αποχωριστείς. Και πάντα θα σιχαινόμαστε τα «πρέπει». Το σπίτι πλέον είναι άδειο. Κρατάς στα χέρια σου το κλειδί του. Είναι αυτά τα τελευταία λεπτά που περνάτε μαζί. Στιγμές που έζησες εκεί, με πρόσωπα αγαπημένα, περνάνε από μπροστά σου φευγαλέα, σαν ταινία μικρού μήκους. Αναμνήσεις. Δάκρυ χαράς και νοσταλγίας.

Δύσκολο να κλειδώσεις, για τελευταία φορά, και να μην κοιτάξεις πίσω. Όχι όμως ακατόρθωτο. Έχεις δύναμη μέσα σου. Περισσότερη απ’ όση φαντάζεσαι. Ένας νέος κόσμος σε περιμένει, κι η εμπειρία που ονομάζεται «ζωή» τώρα ξεκινάει.

Ένα «ευχαριστώ» σε αυτήν την πόλη που με έκανε να αγαπήσω τόσο αυτή όσο και τους ανθρώπους της.

Σέρρες μου, θα μου λείψετε.

 

Συντάκτης: Ειρήνη Δίγκογλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη