Όσο περνούν τα χρόνια, εκείνοι που ονομάζουμε «φίλους» μειώνονται δραματικά. Μεγαλώνοντας, ο κύκλος των ανθρώπων μας μικραίνει κατά πολύ, μαθαίνουμε να ζούμε και να αγαπάμε ένα-δυο, τρία το πολύ άτομα, πέρα απ’ την οικογένειά μας, τα οποία τα θεωρούμε επίσης συγγενείς μας.

Συγγενείς μας, όμως, –κι ας μη μας συνδέουν δεσμοί αίματος αλλά εμπειριών και συναισθημάτων– δε νιώθουμε μόνο τα κολλητάρια μας αλλά και τους γονείς τους, που αποτελούν κάτι σαν δικούς μας δεύτερους γονείς, ίσως στο πιο χαλαρό και με μια νότα φιλικότητας. Είναι εκείνοι που γνωρίσαμε χρόνια πια, ίσως από μικρά παιδιά, που μπήκαμε σπίτι τους άπειρες φορές και νιώσαμε οικεία μαζί τους απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή. Εκείνοι που μας καλωσόρισαν τόσο ζεστά στο τραπέζι τους, στρώνοντας ακόμα ένα σερβίτσιο για μας. Μας τάισαν, μας πότισαν, μας κοίμισαν, μας φρόντισαν, σαν να ‘μασταν δικά τους παιδιά.

Στην αρχή μας βομβάρδιζαν με τις κλασικές ερωτήσεις γνωριμίας. Πού μένουμε, τι δουλειά κάνουν οι γονείς μας, αν μας αρέσει το σχολείο, ποια είναι τα χόμπι μας κτλ. Δικαιολογημένη, βέβαια, αυτή η ανησυχία, καθώς ήθελαν να τσεκάρουν αν είμαστε καλή επιρροή για το παιδί τους. Μα μόλις περάσαμε το τεστ, άρχισαν να μας συμπεριφέρονται σαν μέλη της οικογένειάς τους.

Και τα χρόνια κυλούσαν και καθώς δυνάμωνε ο δεσμός μας με τους φίλους μας, δυνάμωνε κι ο δεσμός μας με τους γονείς τους. Έτσι αρχίσαμε να τους βλέπουμε σαν δεύτερους γονείς μας. Μπορεί να μην έπαιξαν τον κλασικό ρόλο ενός γονέα, με τα όρια και τη διαρκή αγωνία, τα ξενύχτια στις αρρώστιες και την τεράστια υπομονή όταν περνούσαμε την εφηβεία, παρ’ όλα νοιαζόντουσαν πάντα για μας, ήταν εκεί –πραγματικά χαρούμενοι– να μας συγχαρούν σε μια επιτυχία μας και –ειλικρινά λυπημένοι– να μας παρηγορήσουν σε μια απογοήτευσή μας, αντίστοιχα.

Μεταξύ μας πλέον δεν υπάρχει χώρος για τυπικότητες και καθωσπρεπισμούς, αφού τους έχουμε σαν γονείς μας κι εκείνοι σαν παιδιά τους. Θα πάμε στο σπίτι τους ό,τι ώρα θέλουμε, χωρίς να ενημερώσουμε νωρίτερα τηλεφωνικά και πολλές φορές θα το χρησιμοποιήσουμε σαν καταφύγιο, όταν θα νιώσουμε ότι πνιγόμαστε στο δικό μας και χρειαζόμαστε το φιλαράκι μας, είτε μετά από μια διαφωνία ή ένα δυνατό καβγά με τους δικούς μας. Θα φάμε όλοι μαζί, θα γελάσουμε, θα κουτσομπολέψουμε και θα παίζουμε επιτραπέζια τις νύχτες πριν τον ύπνο. Θα μας φιλοξενούν και πολλά βράδια, μιας και τα sleepover με τους κολλητούς είναι πάντα τα αγαπημένα μας.

Πολλές φορές, όταν διηγούμασταν μια ερωτική απογοήτευση στο κολλητάρι μας, εκείνοι ήταν δίπλα μας κι άκουγαν σιωπηλά, χωρίς να μας κρίνουν. Στο τέλος μας έδιναν πολύτιμες συμβουλές κι η δική τους γνώμη πάντα μετράει για μας. Όσο να ‘ναι, έχουν μεγαλύτερη εμπειρία και σε θέματα σχέσεων και γενικότερα απ’ τη ζωή. Άλλωστε, οι περισσότεροι από εμάς μιλάμε δύσκολα στους γονείς μας για τα ερωτικά μας, είτε από φόβο μη μας κρίνουν, είτε από συστολή, μιας και δε νιώθουμε τόσο άνετα να συζητάμε μαζί τους τέτοια θέματα. Με τους γονείς των κολλητών, όμως, μας είναι πιο εύκολο να ανοιχτούμε, να πούμε τον πόνο μας και να εκφράσουμε τις όποιες αμφιβολίες μπορεί να ‘χουμε για το οτιδήποτε.

Κάτι σαν γονείς και κάτι σαν φίλοι, λοιπόν. Και πραγματικά νιώθουμε τυχεροί όσοι έχουμε αναπτύξει μια τέτοια σχέση. Είναι καταπληκτικό να έχεις έναν κολλητό που θα στηρίζεσαι πάνω του για το οτιδήποτε. Μα ακόμα πιο υπέροχο είναι όταν τους γονείς του μπορείς να τους θεωρείς δεύτερους γονείς σου.

Συντάκτης: Στέλλα Δημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη