Από μικρή ηλικία μάθαμε η πρώτη λέξη στην οποία ανταποκρινόμαστε να είναι το όνομά μας. Μπορεί να μην ξέραμε συναισθηματικά ποιοι είμαστε, να περάσαμε στιγμές στην εφηβεία -ή και όχι- που ψάχναμε να προσδιορίσουμε την ταυτότητά μας. Αυτή η μικρή λεξούλα όμως, παρέμενε εκεί, να μας χαρακτηρίζει. Καλώς ή κακώς το έχουμε μάθει πλέον. Ξέρουμε πότε το χρησιμοποιούν οι δικοί μας άνθρωποι και πότε εμείς πρέπει να αντιδράσουμε στο άκουσμά του.

Μιας και έγινε μια μικρή αναπόληση, ίσως θα ήταν καλό να θυμηθούμε λίγο κάτι παλιά όμορφα απογεύματα. Που παίζαμε ανέμελοι σε αυλές ή σε δρόμους και η μητέρα ή η γιαγιά μάς φώναζε ονομαστικά και γινόταν ο τελάλης της γειτονιάς. Ξέραμε ότι όταν μας φώναζε είτε θα ήταν για κάποια σκανταλιά που ανακάλυψε, είτε για να σημάνει τη λήξη στο παιχνίδι μας. Οποιοδήποτε και από τα δυο να ήταν, σίγουρα δεν ακουγόταν για καλό.

Άλλη μια φορά που αναγνωρίζαμε ότι θα συμβεί μάχη στα επόμενα δευτερόλεπτα, ήταν όταν τα αδέρφια ή τα ξαδέρφια μας, φώναζαν τις μητέρες τους ξεκινώντας την πρόταση με το «Μαμά, η Μαρία ή ο Γιώργος…». Φυσικά και αυτό ήταν ένα από τα πιο αναγνωρισμένα red flags της εποχής μας και απ’ το μυαλό μας πέρναγε γρήγορα πως το να τρέξουμε μάλλον θα ήταν καλή επιλογή. Καθώς μεγαλώναμε και εξελισσόμασταν ξέραμε στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο ή στη δουλειά, πως εάν ακουστεί το όνομά μας από το στόμα του διευθυντή σήμαινε αποβολή, απόλυση ή καμιά έξτρα τρίωρη υπερωρία παραμονή Χριστουγέννων.

 

 

Ένα από τα πιο μεγάλα σήματα κινδύνου, διεθνώς αναγνωρισμένο, σε επίπεδο που μέχρι και η πυροσβεστική θα έπρεπε να παρέμβει για να σβήσει τις φωτιές μας ανάβουν, είναι όταν το ταίρι λέει «Μαρία (αντί για μωρό μου), Γιώργο (αντί για αγάπη μου) θέλω να μιλήσουμε». Αμέ, σαφώς μπορούμε να μιλήσουμε και να πούμε ό,τι θέλεις, άλλωστε έτσι είναι οι σχέσεις, έχουν συζήτηση. Όμως ξεκινώντας με αυτήν την πρόταση είναι σαν να μάρτυρας πως είναι κάτι πιο σοβαρό από τα συνηθισμένα, κάτι που θέλει σκέψη και που -πιθανότατα- θα στήσει τον Γιώργο ή τη Μαρία στον τοίχο με συνοπτικές διαδικασίες.

Κι ενώ τα παραπάνω red flags που αναφέραμε έχουν και το αστείο στοιχείο τους, στην πραγματικότητα και ύστερα από αρκετές ώρες και χρονιές δουλειάς ή διαβάσματος, παύει να είναι πλέον τόσο χιουμοριστικό. Μπορεί να εξελιχθεί ακόμη και σε ένα είδος φοβίας. Να φέρει εντάσεις, παρεξηγήσεις και τσακωμούς. Και τίποτε απ’ όλα αυτά δε θα γίνει ηθελημένα.

Σκέψου το εξής σκηνικό. Βρίσκεσαι στο γραφείο και συζητάς κάτι με έναν φίλο και συνάδελφό σου. Ξαφνικά, ξεκινάει μια πρόταση με το όνομά σου, κάνοντας έπειτα μια απλή ερώτηση, για παράδειγμα: «Γιώργο, ξέρεις γιατί δε δουλεύει η καφετιέρα;». Δεν είσαι σίγουρος, μα κι ο τόνος σου φάνηκε αλλιώτικος. «Λες να νομίζει πως τη χάλασα εγώ;», «Έχω να πιώ καφέ εδώ και μια βδομάδα που τον έκοψα, γιατί να ρωτήσει εμένα;», «Τι έπαθε στα καλά καθούμενα και μιλάει έτσι;», είναι ίσως μερικές απ’ τις αυτόματες σκέψεις, αφού ο εγκέφαλος εξέλαβε το όνομα ως σήμα για να αρχίσει να προστατεύεται. Φυσικά και δε θα πούμε στον φίλο μας κάτι απ’ αυτά, ούτε θα απαντήσουμε «γιατί ανέφερες το όνομά μου» ίσως όμως ρωτήσουμε προς τι η ένταση. Κι ας έχουμε εμείς περισσότερη από τον συνομιλητή μας.

Πρόκειται για κάτι που θα πρέπει να δουλέψουμε εμείς οι ίδιοι. Να κρατάμε την εκρηκτικότητά μας ακόμη κι αν ακούμε το όνομά μας στην αρχή της πρότασης, δίνοντας μια μικρή ευκαιρία να καταλάβουμε πραγματικά γιατί μπήκε εκεί. Ίσως αυτή η μικρή λεξούλα να μην είναι πάντα λόγος για red flag αλλά να μπορεί να σημάνει κι ένα white flag, αυτό της ανακωχής.

 

Υ.Γ. Εάν βέβαια το ακούς συχνά και σε ενοχλεί και τόσο, τι λες να αλλάξεις όνομα για να έχει και κάποια εναλλαγή η ρουτίνα;

 

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Σταματία Μάστορα
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη