Οι λέξεις που ‘χαν πάνω το όνομά σου ήταν για μένα σαν τα φώτα της νυχτερινής πόλης. Σε κάποιες ονειρευόμουν να βρεθώ κοντά και να μου χαρίσουν το φως τους και σε άλλες άλλαζα δρόμο, προσπαθώντας να τις αποφύγω. Ήταν όλες παιδιά μου, παιδιά με θέληση, με ψυχή, με στόχους.

Οι παλιότερες είχαν στόχο να εκφράσουν ευλαβικά τον έρωτα που ένιωσα για σένα, τα πρώτα λόγια της πρώτης ματιάς. Οι επόμενες ήταν «σωματικές». Προσπαθούσα, βλέπεις, να σου περιγράψω όλες τις καινούργιες αισθήσεις που ‘χες χαρίσει στο κορμί μου, όταν το άγγιζες, όταν το χάιδευες και του φερόσουν σαν να ήταν ο πιο εύθραυστος θησαυρός. Αυτές τις λέξεις τις αγάπησα πιο πολύ απ’ τις άλλες, γιατί εκείνες μου ‘μαθαν πως σε είχα τότε αγαπήσει.

Υπήρχαν τα λόγια της απόστασης, όταν αυτή μίκραινε ή μεγάλωνε ανάμεσά μας. Στην πρώτη περίπτωση, ήταν λέξεις χειρόγραφες με γράμματα βιαστικά, γραμμένες μέσα σε πλοία, αεροπλάνα, τρένα και λεωφορεία. Η κάθε λέξη τότε είχε τη δική της ανεκτίμητη αξία, γιατί μας έφερνε λίγο πιο κοντά όταν γραφόταν. Ήξερα ότι στην προτελευταία λέξη τα μάτια μας θα συναντηθούν και στην τελευταία θα βρίσκομαι στην αγκαλιά σου. Όταν η απόσταση μεταξύ μας μεγάλωνε οι λέξεις μου κρατούσαν συντροφιά, με παρηγορούσαν. Αυτές ήταν λέξεις γραμμένες αργά, προσεκτικά, σαν να μη διαλέγω λέξεις αλλά φίλους σε ένα δύσκολο ταξίδι αποχωρισμού.

Υπήρχαν λέξεις «περιγραφικές», που σε κάθε γραμμή εντόπιζα κι ένα μικρό σημείο του σώματός σου, της ψυχής σου και των φόβων σου που εσύ δεν έβλεπες. Εκείνες οι λέξεις ήταν οι καθηγήτριές μου. Μου δίδαξαν να ‘μαι παρατηρητική, να ‘χω ανάγκη για μάθηση, καθώς κι ότι πάντα σε έναν άνθρωπο υπάρχει κάτι καινούργιο να ανακαλύψεις. Ήταν λέξεις σχολαστικές που αγαπούσαν τη λεπτομέρεια και γραφόταν με γράμματα όμορφα, σχεδόν όσο και τα χαρακτηριστικά που περιέγραφαν.

Στη συνέχεια, οι λέξεις μου πήραν την ψυχή της άψυχης σχέσης που αποκτήσαμε. Στην αρχή ήταν λέξεις θυμού. Λόγια άδικα και σκληρά. Λόγια που έχασαν τον σκοπό τους, να σου πουν πόσο πονάω εγώ, και τελικά πόνεσαν εσένα. Λόγια που μετάνιωσα και λέξεις που έδιωξα από μέσα μου, αφού διαβάζοντάς τις κατάλαβα πως δεν άνηκαν στον αληθινό μου εαυτό.

Οι νεότερες γραμμές, που το μελάνι τους δεν έχει στεγνώσει ακόμα, είχαν ένα πρότυπο, είχαν στόχο να εκφράσουν μία μόνο λέξη, το «αντίο». Ήταν λέξεις χωρίς νόημα, γραμμένες σε κάποιο υγρό, απογοητευμένο, χαρτί. Αυτά τα λόγια ήταν στεναχωρημένα μαζί μου, οι γραμμές κι οι παράγραφοι, έγιναν σελίδες και κεφάλαια στην προσπάθειά μου να σου γράψω τις τελευταίες λέξεις που ήθελα να θυμάσαι από εμένα κι απ’ τον τρόπο που σε γνώρισα εγώ. Ήταν λέξεις ανόητες, δε χωράει το δάκρυ ανάμεσα σε στίχους, ούτε όσα νιώθω μπορούν να χωρέσουν σ’ ένα φάκελο για να τον πάρεις φεύγοντας.

Οι τελευταίες μου γραμμές είναι, ταυτόχρονα, το ψέμα κι η αλήθεια μου. Ψέμα γιατί δε θα ‘ναι ποτέ τελευταίες. Βλέπεις, οι λέξεις μένουν -scripta manent, που έλεγαν κι οι παλιοί. Μένουν δίπλα μου να μου θυμίσουν τις όμορφες στιγμές μαζί σου. Μένουν, και γράφουν πάνω το όνομά σου. Μένουν και μου λένε πόσο πολύ σ’ αγάπησαν. Γεννούν άλλες λέξεις για σένα, και σε κρατάνε κοντά μου.

Είναι στιγμές που σκέφτομαι να τις βάλλω προσεκτικά τη μία δίπλα στην άλλη, μήπως γίνουν γέφυρα και με φέρουν πάλι κοντά σου∙ σε σένα που τόσο αγάπησαν και μου έμαθαν και μένα να σε αγαπώ.

Συντάκτης: Βασιλεία Παπαδημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη