Το μήλο είναι το σύμβολο της αμαρτίας. Και η αμαρτία είναι πάντα κόκκινη και γλυκιά. Σαν ένα κόκκινο, γλυκό, μεγάλο μήλο. Αφημένο πάνω στα σεντόνια ενός κρεβατιού ντυμένου με τον πόθο δύο κορμιών.

Τον περίμενε ένα βράδυ σαν όλα τα άλλα. Φορώντας το πιο ερωτικό της χαμόγελο. Μη ξέροντας καν πού θα οδηγήσει η βραδιά. Δεν τον ήθελε. Ούτε τον ποθούσε. Δεν ήταν ερωτευμένη. Ούτε τον αγαπούσε. Ή έτσι νόμιζε τουλάχιστον.

Όταν άνοιξε η πόρτα του δωματίου με το νούμερο 2 ενός παλιού, μικρού ξενοδοχείου, ένιωσε ότι το χέρι του που την άγγιξε στη μέση της είχε τη δύναμη να την κάνει ό,τι ήθελε. Και έτσι ήταν. Την τρόμαξε τόσο πολύ η δύναμη που τελικά είχε πάνω της, που ασυναίσθητα αποτραβήχτηκε από εκείνον. Έψαξε τρόπο και δρόμο να φύγει από εκεί. Δε βρήκε κανέναν όμως. Γιατί βαθιά μέσα της δεν ήθελε να γλιτώσει από την αγκαλιά του. Ήθελε να γίνει δικιά του. Απόψε. Εδώ.

Περιηγήθηκε στο μικρό χώρο. Στο διπλανό δωμάτιο υπήρχε μία μικρή κρεβατοκάμαρα. Πάνω στα λευκά σεντόνια υπήρχαν δύο μήλα. Κόκκινα και μεγάλα. Σαν την αμαρτία που απόψε την καλούσε να αφεθεί. Να δοθεί. Επέστρεψε στο πρώτο δωμάτιο και τον κοίταξε ενώ εκείνος χάζευε απέξω.

Ήταν τέλειος. Μα πώς γινόταν τόσο καιρό να μη βλέπει; Ήταν ό,τι ακριβώς ποθούσε πάντα. Πριν καν το καταλάβει ήταν αγκαλιά. Τα φιλιά του έκαιγαν και η καρδιά της τραγουδούσε ένα ρυθμό πάθους.

Πριν προλάβουν να γίνουν ένα, κάποιος χτύπησε την πόρτα. Μα ποιος τολμούσε να διακόψει μία τόσο ιερή στιγμή;

Ήταν ένας γέρος. Σαν από παραμύθι βγαλμένος. Στεκόταν στην πόρτα και ζητούσε να βρει καταφύγιο. Μέσα στο δωμάτιο που λυσσομανούσε η καταιγίδα των δύο νεανικών κορμιών. Ήταν σαν μία τελευταία προσπάθεια του πεπρωμένου να τους χωρίσει.

Δεν θα του έκαναν τη χάρη όμως. Απόψε ήταν η βραδιά τους.

Την πήρε, μπήκαν στο αμάξι και έφυγαν. Η Αλεξάνδρα δεν κατάλαβε που βρέθηκαν. Το μόνο που θυμάται είναι η πόλη να φωτίζει κάτω χαμηλά. Και τα αστέρια ψηλά να κοιτάνε γεμάτα πονηρά χαμόγελα.

Το επόμενο που θυμάται είναι η αίσθηση του να μπαίνει εκείνος μέσα της. Και εκείνη γυμνή να τον τυλίγει με το σώμα της και την ψυχή της. Ήταν σαν όλες της οι βραδιές που είχε ζήσει μέχρι απόψε να την προετοίμαζαν για αυτόν. Η ανάσα του άγγιζε το λαιμό της, αφήνοντας σημάδια που δεν φαίνονται αλλά και ούτε πρόκειται ποτέ να σβήσουν.

Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε γυμνή. Φορώντας μόνο το άρωμά του. Για να νιώθει ότι την έχει αγκαλιά. Όλη τη νύχτα. Δεν βρέθηκαν μόνοι ποτέ ξανά μετά από εκείνο το βράδυ.

Κάθε φορά όμως που τα βλέμματά τους συναντιούνται τώρα πλέον στο δρόμο, το μυαλό της Αλεξάνδρας παίζει σαν ταινία εκείνη τη βραδιά. Ξανά και ξανά. Και ξέρει πως το ίδιο συμβαίνει και μέσα στο δικό του μυαλό. Το βλέπει στα μάτια του. Που καίνε σαν φωτιές μόλις δούνε τη μορφή της.

Θέλει εκείνη τη βραδιά να τη ζήσει ξανά. Όσες περισσότερες φορές προλαβαίνει. Αλλά ξέρει ότι δε θα συμβεί. Η βραδιά εκείνη ήταν μοναδική. Πρέπει να μείνει τέτοια.  Την πονάει η αλήθεια αυτή, αλλά έχει τουλάχιστον εκείνα τα κόκκινα μήλα να θυμάται. Για να μην ξεχάσει ποτέ τι σημαίνει ευτυχία.

Γιατί συχνά η ευτυχία και η αμαρτία είναι ίδιες. Κόκκινες και λαμπερές.

Αν και μερικές φορές η ζωή σε αφήνει μόνο να κλέψεις μία δαγκωνιά. Τίποτα περισσότερο. Τίποτα λιγότερο. Κι όμως αυτό σου φτάνει για να χαμογελάς κάθε πρωινό που ακολουθεί.

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Κυριάκος