Πόσο γρήγορα περνάνε τα χρόνια; Καταπιάνεσαι με δουλειές κι υποχρεώσεις, μοιράζεσαι στιγμές με τους δικούς σου ανθρώπους κι αποκτάς έναν σκοπό, ιερό. Απ’ τη στιγμή που γίνεσαι γονιός, κέντρο όλων γίνεται το παιδί σου κι όσο κι αν αυτό στην αρχή σε αγχώνει, μετά συνηθίζεις.

Διαβάζεις βιβλία, δέχεσαι συμβουλές και προσπαθείς, χωρίς να διαμαρτύρεσαι ή να εγκαταλείπεις. Θέλεις αυτό, το μικρό πλασματάκι, να μεγαλώσει όσο πιο σωστά γίνεται. Το προσέχεις, το περιποιείσαι, απαντάς σε κάθε απορία του και του μαθαίνεις τον κόσμο. Του διδάσκεις τα δίκαια και τα άδικα της ζωής, του επισημαίνεις τα λάθη του και τον καθοδηγείς. Δημιουργείς ένα δικό σου αντίγραφο κι είτε σου μοιάζει εξωτερικά είτε όχι, φροντίζεις μέσα του να πάρει από εσένα μόνο όσα αξίζουν και προσέχεις, έτσι ώστε τα δικά σου κακώς κείμενα, να γίνουν αρετές για το παιδί σου.

Κάπου εκεί μέσα στην τόση δουλειά και προσπάθεια, ο χρόνος περνάει, το παιδί γίνεται έφηβος κι ύστερα ενηλικιώνεται. Είναι πλέον έτοιμο να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει μακριά, να φύγει απ’ τη φωλιά και να φτιάξει μια δική του απ’ την αρχή. Ξέρεις πως αυτό δεν μπορείς να το αποφύγεις, είναι φυσικό κι επόμενο, να δημιουργήσει κάτι δικό του. Όμως, κάτι μέσα σου σε ενοχλεί, σε πονά, σαν ένα μικρό αγκάθι που σε πληγώνει.

Στιγμές μετά τον αποχωρισμό, θα έρθει η ώρα να απολαύσεις τον κόπο των προσπαθειών σου. Θα μπορέσεις επιτέλους να πας εκείνο το ταξίδι που ήθελες και δεν μπόρεσες, ή να ξεκινήσεις ένα καινούριο χόμπι, τώρα που οι ώρες δουλειάς μειώθηκαν για σένα. Θα μπορέσεις να αφιερώσεις χρόνο στον εαυτό σου και να φροντίζεις αυτόν από εδώ και πέρα.

Πριν από όλα αυτά, βέβαια, θες για λίγο να σταθείς στην πόρτα, να καμαρώσεις το παιδί σου που τα κατάφερε. Δεν είναι και λίγο πράγμα να αλλάζεις κεφάλαιο στη ζωή, να προχωράς παρακάτω. Ήθελες να συμβεί, έφτιαξες, στα μέτρα που ήταν αυτό εφικτό, μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Τη θωράκισες με όλες τις άμυνες και δε φοβάσαι μήπως αποτύχει, μήπως τα φτερά του δεν αντέξουν.

Είσαι σίγουρος πως θα τα καταφέρει κι αυτό όσο κι αν σε γεμίζει περηφάνια και σε χαροποιεί, άλλο τόσο σε στεναχωρεί, γιατί γνωρίζεις πως πλέον, δε σε έχει ανάγκη. Δε χρειάζεται να στέκεις πίσω του για να το πιάσεις αν παραπατήσει και πέσει ούτε να το παρηγορήσεις αν πληγωθεί και κλάψει.

Είναι τελικά, περίεργος ο αποχωρισμός, εμπεριέχει πολλά συναισθήματα κι αφήνει πίσω ένα κενό. Στο άδειο πλέον σπίτι, θα υπάρχει πολύς χώρος, ένα άδειο δωμάτιο, μια θέση στο τραπέζι και μια σιωπή. Η μουσική δε θα τρυπάει τα αυτιά σου κι οι πόρτες δε θα κοπανάν στο κλείσιμό τους. Οι καβγάδες θα δώσουν τη θέση τους στη γαλήνη κι όλα εκείνα που σ’ εκνεύριζαν, θα σιγήσουν. Στέκεις στην πόρτα και χαμογελάς, παίρνεις μια βαθιά ανάσα κι ελπίζεις, βαθιά μέσα σου, να τα ακούσεις ξανά.

ΥΓ. Το πατρικό, θα είναι πάντα το καταφύγιό μας, ακόμα κι αν δεν είναι η βάση μας, θα παραμείνει για πάντα το μέρος με τις ωραίες μυρωδιές, τους ομηρικούς καβγάδες και τα μέχρι δακρύων γέλια. Εκεί θα μας φέρνει πάντα ο δρόμος.

 

Συντάκτης: Ματίνα Στυλίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη