Χειμώνας 2004, πολλά χρόνια πριν γεννηθείς, και μέσα σε ένα μάθημα στρατηγικού σχεδιασμού είδα για πρώτη φορά ένα παλικαράκι με τσουλούφια και ξανθές ανταύγειες, που μαζί με άλλους τρεις θα γίνονταν οι κολλητοί μου για τα επόμενα χρόνια. Ήταν ο Αντώνης, το ίδιο πρόσωπο που απαντά όταν εσύ λες «Μπαμπά», κι αυτή ήταν η μέρα που τον γνώρισα.

Κι οι δυο μας μέλη μιας παρέας που υποθετικά ήταν καταδικασμένη να σπάσει με το που θα παίρναμε πτυχίο. Ο υποφαινόμενος από Αθήνα, ο Δημήτρης απ’ την Πρέβεζα, ο Γιάννης απ’ την Πάτρα, ο Γρηγόρης απ’ τον Πύργο, ο πατέρας σου από Θεσσαλονίκη. Μια παρέα που μπορεί μοιραία να αραίωσε, αλλά ποτέ δεν έσπασε, κι ας έχουν περάσει τα χρόνια, κι ας έχουν αλλάξει οι προτεραιότητες, ας έχουν αλλάξει όλοι οι άνθρωποι γύρω μας. Λογικά μας γνωρίζεις άπαντες ήδη, εδώ και χρόνια.

Δεν ξέρω αυτή την ώρα που για πρώτη φορά το διαβάζεις πώς είμαστε και πού. Βλέπεις, εσύ μπορεί να το διαβάζεις τώρα, αλλά γράφτηκε πολλά χρόνια πριν, λίγες μέρες πριν έρθω πάνω να σε βαφτίσω. Μπορεί να ‘μαι στον καναπέ απέναντί σου με τους γονείς σου και να κάνουμε εκείνες τις βαρετές κουβέντες για πολιτικά, που κι εγώ τόσο πολύ απεχθανόμουν όταν ήμουν στην ηλικία σου κι άκουγα τους μεγαλύτερους να μιλάνε για εφορίες κι έξοδα. Μπορεί να ‘μαι κάπου στην Αθήνα και να περιμένω πότε θα καταφέρω να έρθω να σας δω. Μπορεί και να μην είμαι καν στη ζωή, και να με έχεις γνωρίσει μόνο από φωτογραφίες και διηγήσεις.

Τη μητέρα σου τη γνώρισα λίγα χρόνια μετά τον πατέρα σου. Μπορεί τώρα να το λέω πια εκ του ασφαλούς (αφού πέρσι τέτοιο καιρό πάλι ήμουν στα μέρη σου με την υπόλοιπη παρέα και τους παντρεύαμε), αλλά –πίστεψέ με– το ήξερα απ’ την αρχή ότι αυτούς τους δυο θα τους πάμε στην εκκλησία. Δύο άνθρωποι στων οποίων τον αγώνα να ετοιμάσουν την έλευσή σου ήμουν μάρτυρας.

Όσο κι αν φανούν υπερβολικά όσα ίσως τώρα θα σου λένε για το πόσο παιδεύτηκαν και κουράστηκαν μέχρι να σε φέρουν στον κόσμο, και πόσο κοπίασαν ακόμα περισσότερο στη συνέχεια, να ξέρεις ότι ήταν αλήθεια. Έζησα κι είδα τα ατελείωτα ξενύχτια της μάνας σου για να τα ‘χει όλα έτοιμα για ‘σένα, έζησα την κούραση του πατέρα σου σε διπλές και τριπλές δουλειές για να μπορέσει να παράσχει στην οικογένειά του όσα περισσότερα δύναται. Δε βρήκαν σχεδόν τίποτα έτοιμο. Όσα βλέπεις γύρω σου έχουν φτιαχτεί με την ορθοστασία της μάνας σου και τις πλάτες του πατέρα σου.

Μεταξύ μας, αμφισβήτησέ τους όσο θες, έχουν πολύ γέλιο όταν τσαντίζονται, ειδικά ο πατέρας σου. Αλλά μέσα σου να ξέρεις ότι είσαι πάρα πολύ τυχερή έχοντας αυτούς τους δυο για γονείς. Τύχη που λίγα παιδιά έχουν τώρα πια. Μην εκμεταλλευτείς την αγάπη τους, μην την καταχραστείς ποτέ. Γιατί σε αγαπούν τόσο πολύ που και να το καταλάβουν δε θα μπορούν να στη στερήσουν, κάτι που στο τέλος θα κάνει κακό και σε αυτούς αλλά και σε ‘σένα.

Και πάμε σε ‘σένα τώρα. Πολλοί θα σου πουν ότι θέλουν να σε δουν ψηλά, λίγοι θα το εννοούν. Πολύ θα σου πουν ότι θέλουν να σε βλέπουν ευτυχισμένη, κι όντως κάποιοι θα το εννοούν, αρκεί να μην είσαι πιο καλά απ’ τους ίδιους. Θα σου πουλήσουν όνειρα, έρωτες, παραμύθια. Η ζωή θα καταλάβεις μεγαλώνοντας ότι δεν είναι ο ωραίος κήπος με το γκαζόν και το κιόσκι που βλέπεις απ’ το παράθυρο του δωματίου σου, ούτε το ζεστό σαλόνι με την τηλεόραση και το τζάκι από κάτω (Αντώνη, μέχρι να το διαβάσει μην ξαναλλάξεις για εικοστή φορά θέση στην τηλεόραση, να χαρείς.) Όσο μεγαλώνεις θα δυσκολεύει, θα απαιτεί.

Θα ‘ρθουν στιγμές που δε θα ξέρεις ποιον να εμπιστευτείς και πόσα πρέπει να του πεις. Θα κωλώσεις να μιλήσεις στους γονείς σου, θα φοβηθείς την υπερπροστατευτικότητα της μητέρας σου, που εσύ μόλις θα ‘χεις ανακαλύψει, αλλά εγώ την έχω ζήσει από τότε που ήσουν ακόμα στην κοιλιά της. Ένα θα σου πω, μη διστάσεις. Κι οι δυο τους έχουν ζήσει πριν από ‘σένα όλα αυτά που εσύ δεν ξέρεις πώς να τα χειριστείς. Σε κάποιες περιπτώσεις έκαναν το σωστό και σε κάποιες το λάθος. Ακόμα, όμως, κι αν έκαναν το λάθος, πλέον ξέρουν να σου πουν να μην κάνεις αυτό που τότε είχαν εσφαλμένα πράξει. Δεν πειράζει να μην περπατάτε πάντα μαζί, αρκεί να καταλήγετε τελικά στο σωστό σημείο, όποιο δρόμο κι αν έχετε πάρει. Αν πάλι θες κάποιον τρίτο, έχεις εμένα και τη Δέσποινα, δυο ανθρώπους που θα ‘ναι στο πλευρό σου όποτε τους χρειαστείς, νοητά και φυσικά.

Με άφησα επίτηδες για το τέλος. Όπως προείπα, το παρόν γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 2019, κι αντίγραφό του θα παραδοθεί στα χέρια της μητέρας σου σε δυο μέρες που ανεβαίνω Θεσσαλονίκη, με την εντολή να στο δώσει όχι όταν απλά θα μάθεις ανάγνωση –γιατί δε θα καταλαβαίνεις πολλά από αυτά που γράφονται εδώ μέσα–, αλλά όταν πια θα είσαι ολόκληρη κοπέλα. Δεν ξέρω τώρα που το γράφω αν θα υπάρχω όταν εσύ θα το διαβάζεις, δεν ξέρω αν θα με ‘χεις γνωρίσει έστω ή αν θα με θυμάσαι, ακόμα κι αν με γνώρισες. Αν όχι, αυτό είναι μια γνωριμία με τον νονό σου.

Αν πάλι όλα έχουν πάει κατ’ ευχήν, είμαι ο αγαπημένος ασπρομάλλης (εύχομαι να μην έχω καραφλιάσει κιόλας) μπάρμπας που ‘ρχεται από Αθήνα και σας τρώει ό,τι γλυκά υπάρχουν στο ψυγείο (επίσης εύχομαι να μην έχω ζάχαρο τώρα πια), με ξέρεις ήδη και δε χρειάζεται να πούμε τίποτα παραπάνω. Αν θες πάρλα, πάρε τηλέφωνο.

Πολλοί θα σε αγαπήσουν γι’ αυτό που θα ‘χεις ήδη γίνει –είμαι σίγουρος γιατί ξέρω ποιοι σε μεγάλωσαν– και πολλοί θα σε ζηλέψουν για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Εσύ να θυμάσαι πάντα ότι εμείς θα ‘μαστε εκεί για να κρατάμε κοντά τους μεν και να διώχνουμε μακριά τους δε. Θα προσπαθήσουμε να σου δίνουμε μόνο χαμόγελο, δύναμη και στήριγμα σε κάθε σου δυσκολία. Θα ‘μαστε εκείνη η δύσπεπτη τοξίνη των λέξεων, που όμως χαρίζει ζωή σε ό,τι αξίζει, η ευθυκρισία σε κάθε τέλμα.

Είμαστε αυτοί που θα θέλουμε μόνο την ευτυχία σου, αλλά θα προτιμούμε να ζήσεις μια πικρή αλήθεια παρά ένα όμορφο ψέμα. Αυτοί που θα θέλουν να κάνουν τον κόσμο σου λίγο πιο μεγάλο απ’ τον δικό τους.  Η μάνα σου, ο πατέρας σου, η Δέσποινα, εγώ. Οι πρώτοι που σε αγαπήσαμε, πριν καν γεννηθείς.

 

Αθήνα, την 3η Σεπτεμβρίου 2019.

Ο νονός σου,

Αλέξης

Συντάκτης: Αλέξης Φαραντούρης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη