Με έναν περίεργο τρόπο, ήταν πάντα απών με εμφανή την παρουσία του.

Οι οικογένειές μας έμεναν στην ίδια πολυκατοικία. Στο δεύτερο εμείς, στον πρώτο αυτοί.

Περίεργη φυσιογνωμία ο θείος Σταύρος. Κάθε φορά που βρισκόταν στον ίδιο χώρο μαζί μου, ένιωθα τη δυσαρέσκειά του να εκκρίνεται από τους πόρους του δέρματός του.

Δε με συμπάθησε ποτέ του. Και δεν το λέω επιπόλαια, γνωρίζω πολύ καλά τη βαρύτητα των λόγων μου.

Από μικρό παιδί τις θυμάμαι τις αδικίες που έκανε. Έδινε πάντα σοκολάτες, παιχνίδια και χρήματα μόνο στην αδερφή μου. Το έκανε τάχα μου στα μουλωχτά, μα φρόντιζε ύπουλα να το παίρνω χαμπάρι. Σα να ήθελε πάντα να με προκαλεί, να με τσιγκλάει. Απολάμβανε τα βλέμματα ζήλιας που έριχνα κάθε τρεις και λίγο στην αδερφή μου, για τα νέα της αποκτήματα. Και όταν σα μωρό παιδί που ήμουν, του κρατούσα μούτρα, με καλόπιανε για λίγο, μέχρι να το ξεχάσω. Κι έπειτα, ξανά απ’ την αρχή.

Όταν μεγάλωσα, καταλάβαινα πια τη δυσαρέσκεια όλων των μελών της οικογένειας προς το πρόσωπό του και δεν άργησα να μάθω το γιατί.

Τζογαδόρος και φίνος εκμεταλλευτής ο θείος μου. Τους μισθούς της οικογενείας τους έπαιζε στα χαρτιά και με τη δική μας οικογένεια ασχολιόταν μονάχα όταν είχε κάτι να κερδίσει. Από δανεικά, μέχρι τα κλειδιά του εξοχικού.

Ακόμα θυμάμαι το καλοκαίρι που χαράμισα κάνοντας ιδιαίτερα στα παιδιά του για τις εξετάσεις.

Ώρες ατέλειωτες να εξηγώ, να γράφω, να προγραμματίζω, να εξετάζω. Και όχι χαρτζιλίκι, ούτε ευχαριστώ δε γύρισε να μου πει. Κι ας το περίμενα εγώ το ευχαριστώ του τρεις μήνες κι ας ήλπιζα ότι θ’ αλλάξει απέναντί μου.

Χρήματα δεν ήθελα απ’ αυτόν, για τα ξαδέρφια μου μπορώ να κάνω τα πάντα. Το μόνο που είχα ανάγκη ήταν μια κάποιου είδους αναγνώριση από πλευράς του.

Μετά την επιτυχία των παιδιών του, δε μου ξαναμίλησε. Στον πάνω όροφο εγώ, κάτω αυτός κι ούτε κουβέντα. Εκτός από μια φορά, που με πέτυχε στο ασανσέρ τυχαία και με ρώτησε ειρωνικά «Τι έγινε ρε; Ακόμα να πάρεις πτυχίο;»

Κι όσο εμείς κρατούσαμε τα καμώματα του θείου για τα μάτια μας και μόνο (όχι από ντροπή αλλά γιατί «τα εν οίκω μη εν δήμω» ), τόσο ο θείος έβγαινε και διαλαλούσε σε φίλους και γνωστούς πως δεν τον βοηθήσαμε ποτέ σε τίποτα. Και να οι κλάψες και τα μοιρολογήματα για την άκαρδη οικογένεια, παρέα βέβαια με την αντρίκια και άκρως υποκριτική δήλωση «Δε βαριέσαι, θα τα καταφέρω μόνος.»

Για χρόνια πίστευα πως οι άνθρωποι αλλάζουν και περίμενα με αγωνία την αλλαγή του θείου. Όσο περισσότερο ήλπιζα όμως, τόσο περισσότερο απογοητευόμουν και τόσο περισσότερο πονούσε η προσγείωση από τα σύννεφα.

Μέχρι που κάποια στιγμή τ’ αποδέχτηκα. Κάποιοι άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ και για κανέναν. Και ο λόγος είναι πολύ απλός.

Άνθρωπος που δε γυρίζει το κεφάλι του να δει τον διπλανό του, όποιος κι αν είναι αυτός και κοιτάζει μόνο την πάρτη του, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει όσο και να χτυπιέσαι, όσο και να παραμυθιάζεσαι. Μικρόψυχοι κι εγωιστές ήταν πάντα και δυστυχώς έτσι θα παραμείνουν.

Tην επόμενη φορά που ο θείος ζήτησε χάρη, τον έγραψα κι εγώ στα παλαιότερα των υποδημάτων μου.

Εγώ που δεν έχω βγάλει άνθρωπο από τη ζωή μου, πέταξα το θείο μου έξω από αυτή με τις κλωτσιές.

Για όλα αυτά που δεν έκανε τόσα χρόνια, για την απουσία του και την αχαριστία του, για τα προβλήματα που προκαλούσε. Γιατί δεν άξιζε σαν άνθρωπος στην τελική.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, την οικογένεια δεν τη διαλέγεις.

Αυτό που μπορείς να διαλέξεις είναι ποια μέλη της οικογένειάς σου θα είναι κομμάτι της ζωής σου και ποια όχι.

Γιατί το αίμα νερό δε γίνεται, αλλά μια αραίωση μπορείς άνετα να την κάνεις.

Συντάκτης: Σοφία Καλπαζίδου