Εσύ που μου μάθαινες το σωστό και το λάθος, πρώτος έπεσες στην παγίδα. Εσύ, ο αλάθητος, ο μέγας κριτής. Εσύ αποφάσιζες, ακόμα αποφασίζεις. Για εσένα, για εμένα, για εμάς. Κάθε μέρα νιώθω σαν μικρό παιδί που δίνει εξετάσεις για να προαχθεί στην επόμενη τάξη. Και ποτέ δεν τα καταφέρνει, ποτέ ο δάσκαλος δεν είναι ικανοποιημένος μαζί του.

Ποτέ δε θα δεις στα μάτια μου όλα όσα σου έδωσα, όλα όσα έχω να σου δώσω. Είσαι εκεί για όλους. Είσαι στήριγμα για τον καθένα. Είσαι η αγκαλιά της παρηγοριάς για τους φίλους σου. Το αγαπημένο παιδί της μαμάς που δεν ξεχνάει να της δώσει φιλί κάθε πρωί. Είσαι εκεί για όποιον σε χρειαστεί. Κι είσαι απέναντι μου.

Πάντα απέναντι. Στέκεσαι μακριά. Στην όχθη του ποταμού. Ζητάς να έρθω, να παλέψω με κύματα. Προσπαθώ να σε πλησιάσω και δε με αφήνεις. Μου δίνεις λίγη ευτυχία και την παίρνεις πίσω. Μου δίνεις ελπίδες και μετά με αποτελειώνεις. Σε φθάνω, έρχομαι να σε αγκαλιάσω κι απομακρύνεσαι. Δε με θες πραγματικά δίπλα σου. Με θες απέναντί σου, να με δοκιμάζεις, να με τεστάρεις, να με φωνάζεις, να έρχομαι, να με διώχνεις.

Είμαι ο σάκος του μποξ που δεν έχεις, είμαι όλη η αγάπη που χρειάζεσαι να νιώθεις. Είμαι ο άνθρωπος που σου συγχωρεί κάθε λάθος, κάθε άσχημη κουβέντα, κάθε μαλακισμένη συμπεριφορά. Κι είσαι αυτός που τα αγνοεί όλα.

Τελικά τι είσαι για εμένα; Χαρά; Λύπη; Έρωτας; Εφιάλτης; Είσαι ό,τι χειρότερο. Θέλω τόσο να ξεφύγω από σένα. Θέλω να τρέξω μακριά απ’ τα λόγια και το δηλητήριό σου. Μα μένω κι υποκύπτω. Μένω και συγχωρώ κάθε ατόπημα. Δε μ’ αγαπάς. Δε νιώθεις. Δε με προσέχεις.

Δεν κάνεις τίποτα για την ακρίβεια. Κοιτάς μόνο. Και χειροκροτείς τον εαυτό σου για το δημιούργημά σου. Ένας πιστός ακόλουθος, αυτό είμαι. Χειροκροτώ κι εγώ τον εαυτό μου με τη σειρά μου. Πώς κατάντησα έτσι; Πώς σε άφησα να με χειραγωγείς, να με ελέγχεις;

Νόμιζα πως όλα τα έκανα λάθος. Νόμιζα πως έφταιγα εγώ για το καθετί. Με έκανες άνθρωπο ενοχικό. Μου δημιουργούσες τύψεις για κάθε μου κίνηση, για κάθε μου πράξη. Φρόντιζες να μου θυμίζεις τα λάθη μου ένα-ένα για να με στέλνεις στο διάολο καθημερινά. Με υποτιμούσες. Τρέλαινες το μυαλό μου με τα λόγια σου. Μου φόρτωνες όλα τα άσχημα.

Έχασα τον ύπνο μου, έχασα το γέλιο μου, έχασα το χρόνο μου, έχασα εμένα. Και δε βρήκα κανέναν τελικά. Έμεινα στο κενό, να κοιτάζω ένα ρολόι με σταματημένους δείκτες. Σταμάτησαν κι αυτοί. Σταμάτησε κι η ζωή μου. Μου έκλεψες τις ανάσες. Μου έκλεψες τη χαρά.

Και το χειρότερο είναι πως τίποτα από αυτά δε θα καταλάβεις ποτέ. Τίποτα από αυτά δε θα αναγνωρίσεις. Πάντα θα θεωρείς πως ήσουν σωστός, πως έδωσες όσα είχες, πως με αγάπησες. Όταν θα καταφέρω να μαζέψω τα κομμάτια μου και να αποχωρήσω απ’ την παράστασή σου, θα φροντίσω να γράψω στους τίτλους του τέλους πόσο σε αγάπησα μήπως μια μέρα μπορέσεις να καταλάνεις. Και μετά θα σβήσω το όνομά σου από το σενάριο της δικής μου ζωής. Μία για πάντα.

Συντάκτης: Ναταλία Καρά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη