Όλοι λένε να βάζεις στόχους τους οποίους μπορείς να πραγματοποιείς. Στόχους που να μη σε κρατάνε στο «μακάρι», αλλά να γίνονται «επιτέλους». Και γι’ αυτό ακριβώς θα μιλήσουμε. Τη στιγμή που τα μακάρι γίνονται επιτέλους.

Πόσες φορές έχεις επιθυμήσει κάτι τόσο πολύ στη ζωή μας το οποίο το θέλεις με όλη σου την ψυχή να το έχεις δίπλα σου; Αρκετές. Πόσες ήταν οι φορές που επιθυμούσες αληθινά αγγίγματα κι όχι αποστασιοποιημένα μέσα από μια οθόνη; Πολλές.

Πόσες φορές επιθυμούσες να είναι κάτι δίπλα σου κι έλεγες μακάρι να ήταν εδώ κι όχι εκεί; Ή έστω να ήσουν εσύ εκεί. Αμέτρητες. Έφτασε λοιπόν η στιγμή που όλα αυτά γίνονται πραγματικότητα. Που παύουν να είναι ευχολόγια και γίνονται πραγματικότητα.

Ας μιλήσουμε λοιπόν για αυτό το απροσδιόριστο «κάτι» που μήνες σε άφηνε ξύπνιο, ενώ στον ύπνο σου το ονειρευόσουν. Ονειρευόσουν την αληθινή αφή, την τριβή, την ανάσα, το καρδιοχτύπι, τις ματιές. Όλα εκείνα που δε σε άφηναν να ησυχάσεις και καταριόσουν τα εμπόδια που έβρισκες μπροστά σου και δε σε κρατούσαν μακριά του.

Είχες ανάγκη να νιώσεις το άγγιγμα κι ειδικότερα εκείνο το άγγιγμα της ψυχής σου. Εκείνο που όλοι το καταριόνται γιατί ξέρουν πως θα είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις τους αν βρουν τέτοιο άνθρωπο.

Πόσο τρομακτικό; Να βρεις κάποιον που αγγίζει την ψυχή σου περισσότερο απ’ το σώμα σου. Κι είναι που τότε έρχονται στο μυαλό σου λόγια που σου λένε να μην τον αφήσεις, και πως αν τον άφησες τότες θα έχεις μια ηχηρή απουσία στη ζωή σου και πρέπει να τον ξανακερδίσεις.

Κι είναι και το άλλο μωρέ. Εκείνο που νιώθεις πως σε έχει ακουμπήσει χωρίς καν να σε έχει πλησιάσει. Νιώθεις την παρουσία του παντού κι ας μην τον βλέπεις. Είναι που το άγγιγμα ψυχής που σου προσφέρει είναι πολύ πιο απολαυστικό απ’ το άγγιγμα του κορμιού. Όλα αυτά όμως εξαφανίζονται όταν βλέπεις τον άνθρωπό σου απέναντί σου. Όταν ακούς την ίδια σου την ψυχή να φωνάζει «επιτέλους». Επιτέλους τον αγγίζεις, επιτέλους τον νιώθεις, επιτέλους τον αγκαλιάζεις.

Είναι εκεί που έρχονται ξανά τα πρώτα δάκρυα. Είναι που η απουσία του ήταν τόσο δυνατή που ακόμη λίγο θα έσκαγες απ’ τη στέρηση να μην τον έχεις δίπλα σου. Εκεί που οι νύκτες μοναξιάς δεν τελείωναν κι όλο έλεγες μακάρι να ήταν εδώ, μακάρι να ήταν δίπλα μου, μακάρι να μην έφευγε.

Είναι που αυτά τα «μακάρι» γίνονται «επιτέλους» όταν τον βλέπεις. Γιατί μπορεί τα λόγια να σήμαιναν πολλά, τα μάτια όμως είχαν περισσότερη αξία. Η λαχτάρα που βλέπεις στις ματιές όταν συναντάς τον άνθρωπό σου. Είναι τότε που καταλαβαίνεις πώς είναι ανήκεις ολοκληρωτικά σε κάποιον. Εκεί καταλαβαίνεις πόση αξία είχαν τα μακάρι που έλεγες.

Εκεί είναι λοιπόν που η αφή παίρνει φωτιά κι αυτή τη φορά δεν είναι στο πληκτρολόγιο. Αυτή τη φορά το άγγιγμα είναι αληθινό, ζεστό. Νιώθεις το τρέμουλο, την ανυπομονησία του να σε αγγίξει, να σε νιώσει.

Αυτή τη φορά δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο. Ούτε οθόνη, ούτε τοίχος, ούτε χιλιόμετρα. Αυτή τη φορά η μόνη απόσταση που υπάρχει είναι η απόσταση αναπνοής που βρίσκεστε. Κι αυτή αμέσως χάνεται στο επόμενο δευτερόλεπτο. Κανένα χάσμα πλέον μεταξύ σας.

Επιτέλους, έχεις τον άνθρωπό σου δίπλα σου χωρίς να σας χωρίζει κάτι. Χωρίς να σκέφτεσαι το πριν ή το μετά. Ζεις τη στιγμή σου με τον άνθρωπό σου.

Συντάκτης: Μαρία Τσίβικου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη