Κατηγορίες συνοδεύουν πάντα τις προτάσεις εκείνων που πληγώθηκαν. Χίλιες δυο επίπονες κουβέντες, φαινομενικά ικανές, μα πραγματικά αδύνατες να δώσουν τιμωρία στον θύτη και κάθαρση στο θύμα. Κι οι πληγές εκεί, ανεπούλωτες, γιατί δεν τις γιατρέψαμε ή γιατί δε μας τις γιάτρεψαν, εκείνοι που τους δώσαμε τον ρόλο του λυτρωτή. Ίσως γιατί κι αυτοί είχαν έρθει για να περάσουν καλά ή γιατί εμείς δεν ξαναβρήκαμε τον τρόπο να περάσουμε καλά μαζί τους.

Πόσοι είναι αυτοί που, τελικά, μας πόνεσαν; Πόσοι πήραν από εμάς αυτό που δεν ήμασταν ποτέ πρόθυμοι να τους δώσουμε; Για πόσους ντραπήκαμε και πόσοι μας έκαναν να ντραπούμε για τον εαυτό μας; Χάνεις το μέτρημα ή χάνεσαι στο μέτρημα; Θυμάσαι εκείνο το ποτήρι που γέμιζε κι άδειαζε, απλά για να σε σώσει απόψε από αυτό που το πρωί κυριαρχούσε πάλι στο ζαλισμένο σου κεφάλι; Θυμάσαι εκείνα τα δάκρυα που δεν ήταν ποτέ αρκετά για να ξεθυμάνουν τον θυμό; Θυμάσαι εκείνα τα «γιατί;» που έμεναν πάντα αναπάντητα; Έγιναν όλα τους ένας σωρός από «κατηγορώ» που βόλεψαν τον εγωισμό μας, αυτόν που έμαθε να συγχωρεί μόνο μέσω δίκης ή εκδίκησης.

Αλλά ποιοι ήταν αυτοί που μας πόνεσαν; Τίποτα τέλειοι άνθρωποι που απλά επιδόθηκαν στην ικανοποίηση της ηδονής τους να μας δουν να υποφέρουμε; Κι αν υπήρξαν και τέτοιοι, άσε τους αυτούς. Νομίζω πως ποτέ δε θα θέλαμε αληθινά να είχαν μείνει. Έλα να πιάσουμε εκείνους που έφυγαν, αλλά ένα κομμάτι τους ζει μέσα μας ακόμη. Εκείνους που το κομμάτι τους δεν ξεκόλλησε από πάνω μας, γιατί μας άρεσαν λίγο ή πολύ παραπάνω. Εκείνους που, τέλος πάντων, δεν καταλάβαμε ποτέ σε τι τους φταίξαμε.

Μήπως δεν τους φταίξαμε εμείς; Μήπως κι αυτοί από έναν πόνο καταδιωκόμενοι τα διέλυσαν όλα μαζί μας; Μήπως πάνω μας ξόφλησαν ένα χρέος που τους άφησε κάποιος άλλος; Μήπως ήμασταν η παράπλευρη απώλεια στον πόλεμο που έκαναν κι αυτοί με τον πληγωμένο τους εαυτό, με το ανυπόφορό τους παρελθόν;

Δε θα τους δικαιολογήσουμε. Δεν τους αξίζει ή δεν το μπορούμε. Κι ίσως ξέρουν κι εκείνοι πως δεν το αξίζουν ή δε θα το μπορούσαν, αν ήταν στη θέση μας. Απλά γιατί δεν το μπόρεσαν ούτε τότε που πληγώθηκαν κι αυτοί. Τι νομίζεις; Πως όποιος πληγώνει, δεν πληγώθηκε και πως όποιος πληγώνεται, δε θα πληγώσει; Λέμε πάντα πως δε θα κάνουμε κανέναν να νιώσει όπως νιώσαμε εμείς, αλλά τα απωθημένα ξέρουμε καλά πως είναι θηρία ανήμερα.

Όταν φτάσει ο κόμπος στο χτένι, όταν τα δώσεις όλα και ξεμείνεις με το κενό που δεν καλύπτεται ούτε με ποτά, ούτε με τσιγάρα, ούτε με παρακάλια, ούτε με σεξ της μιας βραδιάς και της μιας απόγνωσης, όταν όλοι αποχωρούν κι όλα υποχωρούν μαζί τους, τότε δεν είσαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Η αδικία σε θολώνει. Κι ίσως πληγώσεις κάποιον, όχι γιατί το σκόπευες εξ αρχής, όχι γιατί θα σβήνονταν οι αναμνήσεις, απλά γιατί δεν μπόρεσες να είσαι μαζί του η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου. Πόσος καιρός, άλλωστε, πάει από τότε που ίσως εσύ να έχεις υπάρξει με τον εαυτό σου η καλύτερη εκδοχή σου;

Ναι, δε θα τους δικαιολογήσουμε. Θα προσπαθήσουμε μόνο να συμφιλιωθούμε με την ιδέα πως όλα έγιναν έτσι, γιατί δεν μπορούσαν να γίνουν αλλιώς. Όχι γιατί ήταν οι λάθος άνθρωποι ή γιατί κάναμε λάθος εμείς. Απλά γιατί κανείς απ’ τους δυο μας δε γεννήθηκε τη μέρα που πρωτογνωριστήκαμε. Γιατί αυτό που μας δόθηκε κάποτε ατόφιο, νοθεύτηκε στην πορεία.

Επουλώνονται οι πληγές με τη συμφιλίωση, δεν το νιώθεις έστω λίγο; Ίσως έτσι προλαβαίνουμε να απαλλαχτούμε απ’ την ταμπέλα του πληγωμένου και να κάνουμε το πάθημα μάθημα. Γιατί πόσο καλύτεροι θα ήμασταν κι εμείς κι εκείνοι, αν πριν συναντηθούμε τα είχαμε βρει με το παρελθόν μας; Γιατί πόσο καλύτεροι θα είμαστε κι εμείς κι εκείνοι που είναι γραμμένο να μοιραστούμε κάμποσο απ’ αυτή τη ζωή παρέα, αν αφήσουμε στο παρελθόν αυτά που διάλεξαν να μην έχουν μέλλον;

 

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη