Υπάρχει λόγος που δεν υπάρχουν άμυνες στον έρωτα. Ο τελευταίος βρίσκει και χτυπάει πάντα πριν προλάβεις να τις χτίσεις. Εξού κι η γνωστή, κλισεδιάρικη μα αληθινή παροιμία πως ο έρωτας έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις. Να ψάχνεις μια ζωή την αλήθεια σου στα πολυσύνθετα και να τη βρίσκεις σε μια οχτάδα λέξεις.

Ούτε κι η Ελένη τον περίμενε. Τουλάχιστον όχι γι’ αυτή και σίγουρα όχι εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Ποτέ κανείς δεν έχει χρόνο για έρωτα μα ευτυχώς αυτός έμαθε να παίρνει πρωτοβουλίες και να δρα αναρχικά κι αυθαίρετα.

Ήρθε λοιπόν και  βρήκε ο έρωτας την Ελένη κι η Ελένη τον έρωτα ένα καλοκαίρι, περίπου τρία φεγγάρια πριν. Ήταν κανονισμένο και προσχεδιασμένο, να προορίσει έναν για τη φίλη της. Σύγχρονο, νεανικό και πάντα διαχρονικό προξενιό.

Ήταν φανερό πως ήταν ο άνθρωπός της. Ναι, αυτός που τώρα βρισκόταν απέναντί της. Αυτός με τον οποίον μαζί κι υπό συνεννόηση θα επιχειρούσαν να μετακινήσουν και να φέρουν κόσμους άλλων πιο κοντά. Λίγο αριστερά, λίγο δεξιά, μέχρι που μετακινήθηκε ο δικός τους.

Έρωτας κεραυνοβόλος. Για τούτο ήταν σίγουρη. Ξεχείλιζε από λυρισμό και γραφικότητα που θα ζήλευε κι η πιο καλογραμμένη κινηματογραφική, ερωτική ιστορία. Ερωτεύθηκε κι αφέθηκε. Ολοκληρωτικά και με την παρορμητικότητα που ορίζει κάθε ερωτευμένο.

Τρία παρά κάτι χρόνια κι όμως θυμάται ακόμα με λεπτομέρεια και ζωντάνια που θυμίζει χθεσινή, φρεσκοκομμένη ανάμνηση, κάθε τηλεφώνημα, μήνυμα ή συνάντησή τους. Ακολούθησαν ερωτικές εξομολογήσεις, εκδηλώσεις λατρείας κι αγάπης και στιγμές απ’ αυτές που εγωιστικά κι αυθάδικα σου δίνουν το δικαίωμα να πιστεύεις πως θα κρατήσουν για πάντα.

Όλα τα θυμόταν. Τα έπιανε από το άλφα και τα άφηνε στο ωμέγα. Φαίνεται γι’ άλλους στεγνώνει η μνήμη με το χρόνο και γι’ άλλους ζωντανεύει.

Το γιόρταζε η ψυχή της να ‘ναι ερωτευμένη. Ήρθε όμως κάπου και φοβήθηκε πως εν τέλει θα χαλούσε τ’ όνειρο. Δεν το ήθελε το ξεθώριασμα, το μισούσε. Επιπλέον, το γνώριζε κι εκείνη καλά πως στις σχέσεις δε βαστούσε. Όριο θνησιμότητας δυο βδομάδων είχαν όλες κι αυτό ήταν ακριβές και μετρημένο.

Κι αν δε χαλούσαν εκείνες από μόνες τους, έβρισκε τρόπο και τις διέλυε η ίδια. Από σκοπό δε βάλθηκε να πληγώσει ποτέ κανέναν. Αρκούσαν κάνα-δυο δεύτερες σκέψεις κι άλλες τόσες τρίτες κι έσβηνε φωτιές πριν καλά-καλά φωτίσουν. Αυτά ήταν παρελθόν. Εκείνη δε θα του έσβηνε τη φωτιά. Θα την κρατούσε ακόμα και για πάντα αν μπορούσε. Μα τι θα γινόταν αν έφευγε εκείνος πρώτος;

Κοντά τρία φεγγάρια πέρασε δίπλα του κι ήταν αρκετά για να συνηθίσει μες στο φως τους. Ζωγράφιζαν όνειρα, έκαναν σχέδια εξωπραγματικά και μεγάλα, όπως και τους άρμοζε. Μιλούσαν για τα ταξίδια και τις διακοπές που θα έκαναν και το σπιτικό που θα αποκτούσαν όταν θα κέρδιζαν κι οι δύο επάξια την προσωπική τους ελευθερία.

Το σπιτικό τους θα περιλάμβανε ένα σκύλο και δυο παιδιά. Δυο παιδιά δικά τους και μάλιστα κορίτσια. Είχαν ακόμα σκαρφιστεί και τα ονόματα. Αριστέα και Γεωργία. Τη μια που τα σκέφτονταν και την άλλη που γελούσαν, που είχαν βαλθεί να καταπιαστούν με τέτοιες σκέψεις. Ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών. Ήρθαν εκείνοι, οι μικροί δεκαοχτάρηδες να σχηματίσουν όνειρα για μια ευτυχία τόσο απλή, που άλλος νους δεν τη χωρούσε.

Δεν τους ένοιαζε αν γίνονταν επιπόλαιοι ή υπέρμετρα ρομαντικοί, διότι στον έρωτα φοριούνται υποχρεωτικά και τα δύο. Κι η επιπολαιότητα κι ο εξευτελιστικός ρομαντισμός. Έγραφαν και ξέγραφαν όνειρα καθήμενοι σ’ ένα μπαλκόνι, κάτω απ’ τα φεγγάρια τους και τα διπλανά τους αστέρια. Κι όλα αυτά μέχρι να κάνουν τον κύκλο τους και να σβήσουν πάλι.

Είχε δίκιο. Θα χάλαγε κι αυτό, όπως κι όλα τα άλλα άλλωστε. Κι ήταν αυτός ο λόγος που δεν ήθελε να δεθεί. Μην έρθει καμιά μέρα και τους σπάσει και τελικά εκείνη ήρθε και τους έσπασε. Και στο κάτω-κάτω τι ήταν; Αρκούσε ένα μήνυμα από έναν παλιό συνάδελφο της Ελένης για να τα τινάξει όλα στον αέρα.

Και δεν έχει σημασία τι ζητούσε το μήνυμα. Εκείνος θα ξεσπούσε, όπως έκανε πάντα κι η Ελένη ήξερε πως αυτό δεν ήταν παρά μια ακόμη αφορμή. Αυτός ήταν πάντα εκείνος που φώναζε, ξεστόμιζε λόγια άδικα κι αλόγιστα κι εκείνη πάντα αυτή που έψαχνε απάντηση να τα δικαιολογήσει.

Κι αν υπάρχει μία αχίλλειος πτέρνα για όλους τους ανθρώπους, υπήρχε μία και για την Ελένη. «Είσαι ξεχωριστή», θα της έλεγε και θα ήταν αρκετό για εκείνη να γυρίσει. Λίγα, μερικά λόγια να καλυφθεί με τρόπο το κενό. Και δεν την πείραζε που δε ζούσαν πια μαζί, ούτε που εκείνος είχε προχωρήσει τη ζωή του. Αν συνέχιζε να τη σκέφτεται, τότε καμιά σημασία δεν είχε με ποια κοιμόταν.

Όμως ξεχνούσε. Ξεχνούσε και φέρθηκε σκληρά και βάναυσα στα όνειρα που μαζί είχαν χτίσει. Δεν το είχε το δικαίωμα να αφαιρεί μνήμες που μέσα τους υπήρχε κι αυτή. Και θα του το ‘λεγε, αλήθεια. Θα του το φώναζε μα ορκιζόταν πως δεν ήταν ακόμα η στιγμή.

Κι αν δεν του το φώναξε, τουλάχιστον το πίστεψε πως αυτή τη φορά θα έφευγε στ’ αλήθεια. Χωρίς δεύτερες σκέψεις και μεταβολές. Καμιά συγγνώμη δε θα μπορούσε να τη μεταπείσει. Δε διορθώνονται έτσι τα λάθη. Τούτη τη φορά, θα ήταν μόνιμη η φυγή της. Δεν ήταν έρωτας αυτός που της στερούσε ευτυχία. Αυτός που της έπαιρνε μια χαρά και την αντάλλαζε με πέντε δυστυχίες.

Τον αγαπούσε. Μα αυτός ήταν φωτιά κι έκαιγε πολύ να στέκεται δίπλα του. Ήταν και που μάτωνε το χέρι να κρατάει το σχοινί κι είχε έρθει η ώρα να τ’ αφήσει. Της το χάλασε το όνειρο και καμιά συγγνώμη δεν μπορούσε να ξεπληρώσει γι’ αυτό.

Αν έφευγε, θα το έκανε σωστά. Θα τον έφτανε στα άκρα έτσι, απλά για την εμπειρία. Η αδιαφορία της θα ήταν τέτοια, που θα του προκαλούσε πόνο μα θα ήταν παραπάνω από ένα απλό καψόνι. Θα ήταν η αλήθεια της. Εκείνη που δεν του φώναξε. Πως ήταν και οι δυο φωτιές και δεν υπήρχε πια χώρος για τόσο φως μέσα στον ίδιο δρόμο.

 

Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Πωλίνα Πανέρη

 

Ήταν η ιστορία της Ελένης για τη στήλη Your Stories Realoaded. Στείλε κι εσύ τη δική σου ιστορία εδώ!

 

 

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου