Την ημέρα που χωρίσαμε θυμάμαι μόνο την ησυχία. Ούτε φωνές, ούτε κλάματα, μόνο σιωπή. Θυμάμαι να κρατώ την αναπνοή μου, προσπαθώντας να ηρεμήσω την κρίση πανικού που με πλημμύριζε. Να πονάω σαν να έχασα κάτι τόσο δικό μου, και όλο αυτό να βγαίνει σε μια σιωπή. Μια σιωπή πόνου. Απόγνωσης. Να νιώθω το μέσα μου να καίει. Να λέω στον εαυτό μου ότι αυτή η συμπεριφορά δε μου άξιζε.

Για μέρες περιφερόμουν σαν σκιά μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Προσπαθούσα να βρω κάτι. Από κάπου να πιαστώ. Κάτι να με γεμίσει πάλι. Να μου υπενθυμίσει ότι δε με έκανες εσύ ολόκληρη. Να διώξω το κομμάτι σου που πίστευα για χρόνια ότι με γέμιζε. Να το γεμίσω με εμένα. Με κάτι που αγαπώ.

Ερχόταν το καλοκαίρι αργά και η πόλη με έπνιγε. Ένιωθα ξένη μέσα στους δρόμους της. Πώς γίνεται να με άφησες μόνη σε αυτό το χάος; Άρχισα να ψάχνω. Αποφάσισα να βγω. Να πάω σε εκείνο το παγκάκι κάτω από το σπίτι μου. Στο παγκάκι που κάθε βράδυ γινόταν το καταφύγιό μου. Καθόμουν εκεί και άναβα πάντα ένα τσιγάρο, κι ας το είχα κόψει. Αυτό το παγκάκι για χρόνια με έφερνε πιο κοντά στον κόσμο. Παρατηρούσα τους περαστικούς και σκεφτόμουν πόσοι από αυτούς ένιωθαν την ίδια μοναξιά. Λες να χώρισαν κι αυτοί πρόσφατα;

Άρχισα να φτιάχνω τον κύκλο μου. Κάτι που τα χρόνια μαζί σου δεν το έκανα. Το είχα παραμελήσει. Άρχισα να έρχομαι πιο κοντά με τους φίλους μου. Αλλά το κενό ακόμα εκεί, να με περιμένει κάθε φορά που ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου. Δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι μου. Ένιωθα σαν παιδάκι που φοβόταν να κοιμηθεί μόνο του για να μην έρθει το φάντασμα. Αλλά το δικό μου φάντασμα ήσουν εσύ, που δεν είχες σταματήσει να με στοιχειώνεις ακόμη. Κάπως έπρεπε να σε διώξω, αλλά πώς; Ίσως μου ήταν τόσο δύσκολο γιατί είχα πιαστεί όλα αυτά τα χρόνια από σένα σαν να ήσουν το μοναδικό σκοινί που με κρατούσε. Και τώρα έπρεπε να μάθω να στέκομαι χωρίς αυτό.

Κάθε βράδυ στο ίδιο παγκάκι. Εγώ με το γλυκάκι μου και το ημερολόγιό μου, και ο τύπος στο διπλανό παγκάκι να κάθεται και να μιλάει στο τηλέφωνο. Να με γυροφέρνει και να με ζαλίζει. Μέχρι που, στα νεύρα μου απάνω, τον κοίταξα και σκέφτηκα πως τόσα βράδια ήταν κι αυτός εκεί κάθε μέρα σαν κι εμένα. Είδα και το παιδί απέναντι, να κάθεται και να διαβάζει ένα βιβλίο. Το παρατήρησα και συλλογίστηκα πως το τελείωσε γρήγορα, γιατί πριν δύο βράδια διάβαζε το «It» του Stephen King· τόσες φορές που το είχα διαβάσει είχα μάθει το εξώφυλλο απ’ έξω. Τώρα, όμως, κάποιο άλλο κρατούσε.

Τους άφησα εκεί και γύρισα σπίτι μου. Το επόμενο πρωί, καθώς πήγαινα στη σχολή, τους είδα μαζί με έναν καφέ στο χέρι, και το επόμενο βράδυ στα παγκάκια να τα λένε. Κι εγώ εκεί, με το ημερολόγιό μου. Και τότε το κατάλαβα. Ίσως αυτό που μου έλειπε δεν ήταν να βρω κάποιον να γεμίσει το κενό, αλλά να αρχίσω να παρατηρώ. Να δίνω σημασία. Να γράφω γι’ αυτά. Άνοιξα μια σελίδα κι άρχισα να σημειώνω μικρές ιστορίες για όλους αυτούς τους άγνωστους που κάθονταν γύρω μου. Τον τύπο που μιλάει στο τηλέφωνο κάθε βράδυ, το παιδί που αλλάζει βιβλία λες και τρέχει σε μαραθώνιο σελίδων, το πώς από τα διπλανά παγκάκια έσπασαν τη μοναξιά τους και κάθε βράδυ ήταν πλέον μαζί. Όσο περισσότερο έγραφα, τόσο λιγότερο ένιωθα ότι πνίγομαι. Ήταν σαν να έπλεκα ξανά τον ιστό μου, αυτή τη φορά μόνο με δικά μου νήματα.

Και την επόμενη μέρα το αποφάσισα. Θα έγραφα για τον χωρισμό μας. Όλα αυτά που ένιωσα και πώς βρήκα τη δύναμή μου μετά από σένα. Και το έκανα. Κι έπειτα, άφησα αυτό το κείμενο να ταξιδέψει, καθισμένη στο παγκάκι μου ένα βράδυ. Και το επόμενο πρωί το τηλέφωνο χτύπησε. Και μαζί του χτύπησε και η καρδιά μου. Γιατί το κείμενο ταξίδεψε, και κάποιος το διάβασε και βρήκε τον εαυτό του μέσα στις λέξεις μου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήταν που το αποφάσισα: Πλέον θα έγραφα για όλα αυτά που τόσο καιρό φοβόμουν να πω δυνατά. Θα παρατηρούσα και θα έγραφα. Κι αυτό έγινε το φάρμακό μου. Και όχι απλά το φάρμακό μου· το κομμάτι που τόσα χρόνια μου έλειπε.

Εκεί, στο παγκάκι μου, άρχισα να γράφω χωρίς να το καταλαβαίνω. Στην αρχή σημείωνα φράσεις, λέξεις που με πονούσαν ή με έκαναν να χαμογελάσω. Μετά οι λέξεις άρχισαν να γίνονται κείμενα. Και τα κείμενα, άρθρα. Ήταν σαν να έβρισκα ξανά τη φωνή μου. Όχι για να σε φωνάξω πίσω, αλλά για να φωνάξω στον εαυτό μου ότι μπορώ να σταθώ μόνη μου. Κι έτσι κατάλαβα ότι κάθε τέλος μπορεί να γίνει η αρχή μιας νέας ζωής.

 

YΓ: Αν θέλεις κι εσύ να γράψεις για την ομάδα μας, στείλε μας το κείμενό σου στο info@pillowfights.gr από το δικό σου παγκάκι. Για να μας πεις τη δική σου ιστορία. Είμαστε εδώ για να σε διαβάσουμε.

Συντάκτης: Νικόλ Τ.