Τον γνώρισα όταν ήμουν μόλις δεκατεσσάρων. Εκείνος, λίγο μεγαλύτερος, στα δεκαέξι. Ήταν η πρώτη μου αγάπη από εκείνες που δεν έχουν ακόμα προλάβει να φοβηθούν, να πονέσουν ή να σπάσουν. Όλα ήταν απλά, αγνά, σχεδόν αθώα. Θυμάμαι ακόμα τις μέρες στο σχολείο, τα βλέμματα που κρατούσαν λίγο παραπάνω, τις μικρές αφορμές για να μιλήσουμε. Μου μιλούσε πάντα γλυκά, με εκείνη τη φωνή που σε έκανε να νιώθεις ασφαλής, σαν να μην υπήρχε τίποτα κακό στον κόσμο. Δεν υπήρχαν καβγάδες, μόνο γέλια, βόλτες και εκείνη η αθωότητα που μόνο στα πρώτα χρόνια της ζωής μπορείς να έχεις. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με έκανε να νιώσω πως κάποιος μπορεί να σε κοιτάξει και να σε δει αληθινά χωρίς προσδοκίες, χωρίς “πρέπει”. Ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, θυμάμαι τη φωνή του, το χαμόγελό του, τον τρόπο που με έκανε να αισθάνομαι πως ο κόσμος χωρούσε μέσα σε μια στιγμή. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας, και μαζί του έμαθα τι σημαίνει να δίνεις χωρίς φόβο, να αγαπάς χωρίς όρους. Ένα κομμάτι από εκείνο το κορίτσι θα τον κουβαλά πάντα, σαν ανάμνηση γλυκιά, ήσυχη, σχεδόν φωτεινή.

Δεν τσακωνόμασταν ποτέ. Κι όμως, μια φορά, για κάτι μικρό, χαζό, μείναμε για μέρες χωρίς να μιλήσουμε. Κανείς δεν περίμενε πως εκείνη η σιωπή θα γινόταν η τελευταία μας. Θυμάμαι το κινητό μου να χτυπάει ένα μεσημέρι, όχι για να ακούσω τη φωνή του, αλλά για να μου πουν πως χάθηκε. Ένα τροχαίο. Δύο λέξεις που πάγωσαν τα πάντα γύρω μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Ήταν η πρώτη μου απώλεια, κι ήταν τόσο κοντά μου, τόσο δικός μου άνθρωπος, που το μυαλό αρνούνταν να το δεχτεί. Για μήνες μετά, θυμάμαι μόνο ένα κενό. Δε μιλούσα σε κανέναν, δεν ήθελα να ακούω τίποτα. Μόνο σιωπή. Μια κατάθλιψη ήρεμη, σιωπηλή, που με έτρωγε από μέσα. Έψαχνα απαντήσεις, λεπτομέρειες για το πώς έγινε, λες κι αν τις μάθαινα θα μπορούσα να το αλλάξω. Είχα τύψεις που ήμασταν τσακωμένοι, που δεν πρόλαβα να πω “συγγνώμη”, που δεν πρόλαβα να τον αποχαιρετήσω. Όσο μεγαλώνω, τόσο καταλαβαίνω πόσο βαριά κουβαλούσα εκείνη την ενοχή. Ήμουν παιδί που έμαθε τι σημαίνει απώλεια πριν προλάβει να μάθει τι σημαίνει ζωή. Και το πιο δύσκολο δεν ήταν να αποδεχτώ τον θάνατό του, ήταν να ζήσω με το ότι δεν πρόλαβα να του πω πόσο τον αγαπούσα.

Το πένθος δεν έφυγε ποτέ πραγματικά· απλώς άλλαξε μορφή. Τους πρώτους μήνες ένιωθα σαν να ζω σε μια παράλληλη πραγματικότητα, όπου όλοι γύρω μου συνέχιζαν, κι εγώ είχα μείνει πίσω, κολλημένη σε μια στιγμή που δεν περνούσε. Μου πήρε χρόνια για να μάθω να χαμογελώ ξανά χωρίς ενοχές. Κάθε φορά που κάτι όμορφο συνέβαινε στη ζωή μου, μια μικρή φωνή μέσα μου έλεγε «κι όμως, εσύ επέζησες». Κι όταν ξεχνούσα για λίγο, όταν το μυαλό μου ξέφευγε από τη θύμησή του, θύμωνα με τον εαυτό μου. Ένιωθα πως τον προδίδω αν προχωρήσω. Δεν πήγα ποτέ σε ψυχολόγο, δε μιλούσα γι’ αυτό. Το κρατούσα μέσα μου, θαμμένο, σαν κάτι ιερό που δεν ήθελα να το αγγίξουν οι άλλοι. Θυμόμουν το άρωμά του, τα ρούχα του, τις λέξεις του. Έψαχνα ασυναίσθητα σε άλλους εκείνο το βλέμμα που με είχε δει πραγματικά, τότε που εγώ αμφέβαλλα για μένα. Κάθε αποτυχημένη σχέση, κάθε είδηση τροχαίου, κάθε απώλεια με γύριζε πίσω. Ο φόβος του θανάτου ρίζωσε μέσα μου· άρχισα να πιστεύω πως η απώλεια καραδοκεί παντού. Και το χειρότερο ήταν πως δε ζητούσα βοήθεια. Νόμιζα πως αν κρατήσω μέσα μου τον πόνο, θα τον ελέγξω. Μα τελικά, εκείνος με κρατούσε αιχμάλωτη ανάμεσα στη ζωή που ζούσα και σ’ εκείνη που τελείωσε μαζί του κι ας ήμουν μόνο δεκατεσσάρων χρονών.

Δέκα χρόνια μετά, βγαίνοντας από μια ακόμη σχέση που δεν πήγε όπως περίμενα, ένιωσα πως ήρθε η στιγμή να ζητήσω βοήθεια. Αρχικά, πίστευα ότι ήθελα να μιλήσω μόνο για το τώρα, για τα λάθη, την απογοήτευση, τον φόβο της μοναξιάς. Όμως πίσω από όλα αυτά, υπήρχε κάτι που δεν είχα ποτέ αγγίξει. Εκείνη η παλιά πληγή, στα δεκατέσσερά μου, που είχα κλείσει πρόχειρα, ελπίζοντας ότι με τον χρόνο θα ξεχαστεί. Στην αρχή δυσκολευόμουν να μιλήσω γι’ αυτό· άλλαζα θέμα, σιωπούσα, σαν να προσπαθούσα να προστατεύσω κάτι ιερό. Μέχρι που μια μέρα το είπα. Και τότε κατάλαβα πως ο πόνος δε φεύγει όταν τον αγνοείς. Φεύγει όταν τον κοιτάξεις στα μάτια. Ο θάνατός του και η σιωπή που ακολούθησε είχαν αφήσει μέσα μου μικρές ρωγμές, που χρειάστηκαν χρόνια για να καταλάβω από πού προέρχονταν.

Κι όμως, μιλώντας, ένιωσα κάτι να λυτρώνεται. Άρχισα να το μοιράζομαι και με τους δικούς μου ανθρώπους. Κάποιοι συγκινήθηκαν, άλλοι απλώς με άκουσαν. Μα όλοι είδαν πίσω από το χαμόγελό μου εκείνο το κορίτσι που είχε γνωρίσει νωρίς την απώλεια και παρ’ όλα αυτά συνέχιζε να αγαπά, να δίνει, να ζει. Ένα κορίτσι που έμαθε πως κάθε μέρα είναι δώρο, και κάθε «σ’ αγαπώ» πρέπει να λέγεται σήμερα, όχι αύριο.

Πλέον, στα εικοσιτέσσερά μου, κοιτάζω πίσω και βλέπω ένα κορίτσι δεκατεσσάρων που πίστευε πως ο κόσμος τελείωσε τη μέρα που τον έχασε. Ένα κορίτσι που δεν ήξερε πως θα έρθει η στιγμή που θα χαμογελά ξανά, που θα κάνει όνειρα και θα φτάσει στόχους που τότε έμοιαζαν απλησίαστοι. Σήμερα, θέλω να του πω πως τα κατάφερε. Θέλω να πω κι ένα “σ’ αγαπώ” και ένα “ευχαριστώ” σε εκείνον τον άνθρωπο που έφυγε νωρίς, αλλά άφησε μέσα μου κάτι αιώνιο. Ευχαριστώ για τις όμορφες στιγμές, για τη γλύκα των λέξεων του, για το ότι με έκανε να πιστέψω πως αξίζω. Αν με βλέπει από κάπου ψηλά, θέλω να ξέρει πως είμαι καλά, πως έμαθα να στέκομαι στα πόδια μου και πως προσπαθώ να κάνω τη ζωή μου όπως θα ήθελε να τη δει.

Θέλω επίσης να μιλήσω σε κάθε άνθρωπο που έχει χάσει κάτι ή κάποιον: να μη φοβάται να το πει, να το νιώσει, να το μοιραστεί. Γιατί ο πόνος δε μικραίνει όταν τον κρύβεις, μικραίνει όταν τον φωτίζεις. Οι άνθρωποί μας δε χάνονται απλώς αλλάζουν τόπο. Κι ίσως, αν δεν είχα περάσει εκείνον τον πόνο, να μην ήμουν ποτέ αυτό που είμαι σήμερα: ένα κορίτσι που έμαθε να αγαπά πιο βαθιά, να ζει πιο αληθινά και να λέει “ευχαριστώ” στη ζωή, κάθε μέρα.

Συντάκτης: Νικόλ Τ.