Ξέρεις, πιστεύω πως ο καθένας από εμάς βρίσκει να θαυμάζει στον άλλο κάποιο χαρακτηριστικό που του λείπει. Πολλές φορές θαυμάζουμε στους ανθρώπους γύρω μας πράγματα που πιθανά πάντοτε να είχαμε τον διακαή πόθο να πραγματοποιήσουμε, αλλά ποτέ δεν είχαμε το θάρρος.

Ο θαυμασμός στο πρόσωπο κάποιου έχει πολλά στάδια εξέλιξης. Στην αρχή είναι απλά θαυμασμός, έπειτα ίσως να κρύβει κι ένα κάποιο αίσθημα ζήλιας, στην πορεία, ανάλογα με την επαφή που έχεις με το αντικείμενο του θαυμασμού σου μπορεί φτάσει στα όρια δέους για τον απέναντί σου. Τέλος υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να ερωτευτείς τον άνθρωπο αυτό που κάνει τόσα πράγματα που εσύ δεν έχεις τη δύναμη ή και την ικανότητα να πραγματοποιήσεις.

Αυτό συνέβη και με εμάς. Όταν γνωριστήκαμε χρειάστηκε μονάχα μία κουβέντα σου για να νιώσω υπέρμετρο θαυμασμό για σένα. Όσο περνούσε ο καιρός ο θαυμασμός αυτός φούσκωνε σαν το παγώνι μέσα μου. Με ενέπνεες στο καθετί, δεν έκανα βήμα αν δε ζητούσα τη γνώμη σου. Σε άκουγα με απόλυτη προσοχή και προσήλωση.

Με τον καιρό άρχισα να σε ερωτεύομαι. Σε κοιτούσα και καμάρωνα, ένιωθα δέος. Πιανόταν ο σβέρκος μου να κοιτάω με τις ώρες το βάθρο που σε είχα τοποθετήσει. Δε με ένοιαζε αρκεί να ήσουν εκεί να μου μιλάς με τις ώρες κι εγώ να παρακολουθώ κάθε κίνηση των χειλιών σου, κάθε νότα της φωνής σου.

Το απολάμβανες το ίδιο κι εσύ. Σου άρεσε που έβλεπες τον αμέριστο θαυμασμό μου, τη λάμψη στα μάτια μου κάθε φορά που σε συναντούσα, την όλο λαχτάρα φωνή μου που παρακαλούσε για μία σου συμβουλή-υπόδειξη.

Με τον καιρό η σχέση μας άρχισε να γίνεται πιο στενή. Εγώ πάντα κρυφά ερωτευμένη μαζί σου κι εσύ πάντα κρυφά να το απολαμβάνεις. Το ίδιο κρυφά με έπαιζες κιόλας. Ήταν, όμως, απόλυτα φανερό ότι μου άρεσε. Το διασκεδάζαμε κι οι δύο τρομερά πολύ. Σιγά-σιγά ερχόμασταν πιο κοντά, πάντα με όρια όμως.

Πέρασε αρκετό διάστημα που όλο αυτό είχε την πλάκα του, προφανώς γιατί έπαιρνε ο καθένας αυτό που του έλειπε απ’ τον άλλο κι έτσι ανέβαινε η ψυχολογία μας. Μάθαμε ο ένας τον άλλο, ήρθαμε πιο κοντά, αρχίσαμε να μιλάμε για θέματα πιο προσωπικά, τα βραδινά τηλεφωνήματα μέχρι τα ξημερώματα ήταν κάτι που περιμέναμε κι οι δύο με λαχτάρα.

Όσο περνούσε ο καιρός το δέος κι ο θαυμασμός που ένιωθα για σένα άρχισαν να ξεφουσκώνουν. Κάτι δεν πήγαινε καλά με εμάς πια. Σταμάτησα να περιμένω τηλεφώνημά σου, στα μηνύματά σου απαντούσα σε μικρότερη συχνότητα και τις περισσότερες φορές που μιλούσαμε ένιωθα να βαριέμαι.

Όταν άρχισα να το συνειδητοποιώ, στην αρχή λίγο θόλωσα. Έλεγα «δεν μπορεί, αυτός ο άνθρωπος μέχρι χτες ήταν ο μέντοράς μου». Κι όμως, δεν ήσουν πια ψηλά καθισμένος στο θρόνο σου. Στεκόσουν μπροστά μου και παρακαλούσες για λίγες στιγμές χαράς, ευτυχίας, γέλιου, ερωτισμού.

Χωρίς να το καταλάβω είχα γίνει πια το ναρκωτικό σου. Ήμουν η μοναδική χαρά στην καθημερινότητά σου, η μοναδική νότα αισιοδοξίας. Δεν είχες πια τίποτα να πεις. Όλα ήταν μαύρα. Για καιρό ήμουν το δεκανίκι σου. Προφανώς. Μέχρι χτες ήμασταν δύο οντότητες που συμπλήρωνε η μία την άλλη ολοκληρωτικά. Δεν μπορούσα και δεν ήθελα να κάνω κάτι άλλο.

Με τον καιρό, όμως, άρχισες να γίνεσαι ακόμα πιο σκοτεινός, επικριτικός. Έπεσα στην παγίδα κι άρχισα να κλείνομαι στο καβούκι μου. Ευτυχώς όχι για πολύ. Γρήγορα κατάλαβα ότι η επαφή μας ήταν η ρίζα του κακού. Ήσουν τοξικός. Αντί να παίρνεις χαρά εσύ από μένα, μετέτρεπες την αισιοδοξία μου σε λύπη και θυμό.

Σταμάτησα πια να σου τηλεφωνώ. Ούτε περιμένω το βράδυ για να μου κάνεις παρέα. Δε θέλω άλλο να σε ακούω, να σε νιώθω, να με συμπληρώνεις.

Και να σκεφτείς ότι κάποτε σε θαύμαζα.

 

Συντάκτης: Αγγελική Τριανταφύλλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη