Περίμενες κι ονειρευόσουν εκείνη τη μέρα, μια αργία ή ένα ρεπό. Είχες φτιάξει στο μυαλό σου το τέλειο πλάνο γι’ ένα απίστευτο εικοσιτετράωρο απόλυτης ανεξαρτησίας κι ελευθερίας μέσα στο σπίτι σου. Μετρούσες μέρες κι ώρες, μέχρι τη στιγμή που θα χανόσουν στον κόσμο σου.

Όπως εκείνες τις μέρες που περίμενες καρτερικά ν’ ακούσεις απ’ τους γονείς σου ότι θα έφευγαν για κάνα διήμερο, αναμένοντας μία πόρτα να κλείσει πίσω σου, προκειμένου να ξεκινήσεις να τρέχεις με τα χέρια ψηλά πάνω και κάτω, φωνάζοντας ότι πλέον είσαι μόνος στο σπίτι.

Γιατί τ’ αισθήματα είναι περίπου τα ίδια σε κάθε ηλικία. Ίσως ν’ αλλάζουν οι συνήθειες. Ίσως ν’ αλλάζουν τ’ ενδιαφέροντα. Αλλά το παιδί που κρύβεις μέσα σου δε θ’ αλλάξει ποτέ. Κι η ανάγκη για λίγες ώρες ηρεμίας και χαλάρωσης, παρέα με τον εαυτό σου, θα παραμένει μια ανάγκη αιώνα. Σαν ένα δώρο που θα το χρωστάς στο άλλο «εγώ» σου.

Κι ανοίγεις δειλά το ένα βλέφαρο. Δεν υπάρχουν παρεμβολές από ξυπνητήρια και τηλέφωνα. Γιατί απλά όλα είναι κλειστά. Χασμουριέσαι, τεντώνεσαι κι αγκαλιάζεσαι για λίγο ακόμα με το μαξιλάρι σου, έχοντας εκείνο το πονηρό χαμόγελο στα χείλη. Εκείνο το χαμόγελο της ελευθερίας.

Φτιάχνεις έναν καφέ, φορώντας ακόμα τις πιτζάμες σου. Αδιαφορείς που στα πόδια σου υπάρχουν διαφορετικά καλτσάκια και κάνεις μια βουτιά πάνω στον καναπέ σου. Ανοίγεις την τηλεόραση κι αφιερώνεις λίγη ώρα σ’ εκείνα τα πρωινά προγράμματα που σου δημιουργούν γκριμάτσες στο πρόσωπο. Χάνεσαι μέσα στα ζώδια και τις μαγειρικές συνταγές, δαγκώνοντας το καλαμάκι απ’ τον καφέ σου.

Σηκώνεσαι και παίρνεις αγκαλιά όλα τα κοινωνικά περιοδικά και τα κόμικς σου. Δίνεις χρόνο στο σώμα σου, εκεί όπου κι ο βασιλιάς πηγαίνει μόνος του. Ξεφυλλίζεις και διαβάζεις για ώρα, μέχρι τη στιγμή που παίρνεις την απόφαση να σηκωθείς για να κάνεις ένα δροσερό ντουζάκι για να ξυπνήσεις πλέον για τα καλά.

Βγαίνεις απ’ το μπάνιο σου κι η επόμενη στάση είναι το συρτάρι με τα φυλλάδια απ’ όλα τα delivery της περιοχής, προκειμένου να καταλήξεις στην τέλεια επιλογή. Γιατί φυσικά δε σου πέρασε απ’ το μυαλό ούτε για μία στιγμή το μαγείρεμα. Ανοίγεις το απαγορευμένο ντουλάπι της κουζίνας, όπου μέσα του κρύβει όλες εκείνες τις βρόμικες συνήθειες, για μία έκτακτη ανάγκη, και σκέφτεσαι ότι είναι αρκετές για μια καλή αμαρτία.

Φτιάχνεις ένα δεύτερο καφεδάκι και βάζεις τον αγαπημένο σου σταθμό στο ράδιο. Παίρνεις το κινητό στα χέρια σου κι αποφασίζεις ότι είναι μια καλή ώρα για να ‘ρθεις σε επαφή με τον έξω κόσμο. Ότι είναι μια καλή ευκαιρία για μία σέλφι ή ένα τραγούδι ως «καλημέρα» στους διαδικτυακούς σου φίλους.

Και κάπου εκεί, στις πρώτες ανταποκρίσεις, ξεκινάνε και τα τηλέφωνα. Με τα hands free στα αφτιά αρχίζεις να κυλιέσαι ανάσκελα, μπρούμυτα, αριστερά και δεξιά, να κάθεσαι και να χαζεύεις γύρω σου, να γελάς δυνατά και ν’ απορείς για ώρα μιλώντας στο τηλέφωνο.

Μέχρι τη στιγμή που ακούς το αγαπημένο σου τραγούδι στο ράδιο και παίρνεις πόζα μπροστά στον καθρέφτη κρατώντας το τηλεκοντρόλ για μικρόφωνο. Αρχίζεις να χορεύεις και να τραγουδάς, αδιαφορώντας για τις κουρτίνες που είναι τραβηγμένες και το γείτονα που ίσως σε κοιτάει με απορία απ’ απέναντι.

Μέχρι τη στιγμή που το λαχάνιασμα έρχεται να σου θυμίσει ότι η αγκαλιά του καναπέ σου είναι προτιμότερη στην παρούσα φάση. Και κάπου εκεί, σκέφτεσαι ότι ήρθε η ώρα για να ξεκινήσει ο μαραθώνιος της αγαπημένης σου σειράς. Εκείνα τα επεισόδια που έχασες και πρέπει ν’ αναπληρώσεις. Χωρίς διαλείμματα και συγκινήσεις. Μέχρι φυσικά τη στιγμή που το στομάχι σου θ’ αρχίσει να διαμαρτύρεται. Αλλά και πάλι δεν πτόησε.

Συνεχίζει να σε βρίσκει εκεί. Με το βλέμμα καθηλωμένο. Ένα δίσκο στα πόδια και μερικούς λεκέδες στο μπλουζάκι από κέτσαπ. Ένα αναψυκτικό που κάνει τον δικό του θόρυβο σε κάθε γουλιά και μερικά σκουπίδια που έχεις αφήσει πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Μέχρι τη στιγμή που αρχίζει σιγά-σιγά να νυχτώνει.

Μια γρήγορη ματιά στο πρόγραμμα της αυριανής ημέρας κι ένα πλυντήριο για να έχεις ρούχα να βάλεις. Μια βόλτα στα κοινωνικά δίκτυα κι ένας δεύτερος γύρος από μαραθώνιο τηλεοπτικών σειρών. Ή μήπως ένα διάλειμμα για κάτι κάπως απαγορευμένο. Το σκέφτεσαι. Κι η περιέργειά σου είναι αρκετή για μια γρήγορη αναζήτηση σε σελίδες ακατάλληλες για ανηλίκους.

Εκείνες που σε βρίσκουν στο ένα χέρι να έχεις το τυρογαριδάκι και στο άλλο μια σοκολάτα. Εκείνες που σε βρίσκουν με αρκετά σκουπίδια γύρω σου κι απορίες για στάσεις και φυσιολογίες που σου κόβουν την όρεξη.

Μέχρι που έρχεται εκείνη η ώρα που σε επιστρέφει στην πραγματικότητα. Εκείνη η ώρα που θα σε οδηγήσει στο κρεβάτι σου, να ξεκουραστείς για μια ακόμη μέρα που σε περιμένει, για την προσγείωση στην καθημερινότητά σου. Μέχρι την επόμενη φορά. Μέχρι την επόμενη στιγμή που θα ζήσεις ξανά το «μόνος στο σπίτι».

 

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη