Ανάμεσα στα καλοκαιριά και τους χειμώνες μου, ανάμεσα στα χρόνια που πέρασαν και σ’ εκείνα που θα ‘ρθουν, το μυαλό μου θα κρατάει μερικές εικόνες. Θα κρατάει εσένα μαζί με μένα, σ’ ένα μέρος που το μυαλό δεν ξεχνάει ποτέ. Ακόμα κι αν το «μαζί» υπάρχει ή χάθηκε, έχει η μνήμη τον τρόπο της ν’ αποκοιμίζει πάνω στα σεντόνια εκείνη την αμηχανία και το χαμόγελο απ’ το πρώτο «γεια σου».

Κι αν προσπαθούμε να ξεχάσουμε, εκείνη η στιγμή ήτανε μόνο δική μας. Είναι η ανάγκη που ζητάμε προτού χαθούμε στο ενδιάμεσο. Ν’ αντέξουμε εκείνο το φόβο που έρχεται σαν κλέφτης να διαγράψει.

Και να σου τώρα που περνάνε από μπροστά μου όλα εκείνα τα μέρη που συναντηθήκαμε. Απ’ το πρώτο μέχρι το τελευταίο. Κι αν προσπαθώ να σου δώσω εκείνο το στίγμα που θα σε οδηγήσει πάλι εκεί, δυσκολεύομαι. Γιατί η κάθε φορά ήτανε σαν την πρώτη. Ακόμα κι όταν όλα αλλάξανε. Ακόμα κι όταν αλλάξαμε κι εμείς.

Σου έδωσα ό,τι αγάπη είχα. Σου έδωσα ό,τι κι αν κρυβόταν μέσα μου. Σου χάρισα εκείνο το βλέμμα μου, απλά και μόνο, για να μπορείς να θυμάσαι. Δεν τα αρνήθηκες, κι έτσι έκλεψα κάτι δικό σου. Το χαμόγελό σου.

Κι αν οι μεγάλοι έρωτες από κάπου ξεκινάνε και κάπου αφήνουν τη σφραγίδα τους, εκεί πρέπει να δίνουν ραντεβού ξανά. Εκεί θα πρέπει να βρίσκονται. Ακόμα κι αν δρόμοι αλλάζουν πορεία, ακόμα κι αν το παρελθόν δεν περπατιέται. Αξίζει μία στιγμή και μόνο. Για σένα κι για μένα.

Εσύ ήσουνα εκεί να χαζεύεις τη θάλασσα. Ανάμεσα σ’ έναν ουρανό που πάλευε να κρατήσει τον κόκκινο ήλιο του κι ένα φεγγάρι που άρχιζε δειλά να κάνει την εμφάνισή του. Μέχρι το δικό μου χέρι ν’ ακουμπήσει την πλάτη σου. Μέχρι να γυρίσεις δειλά το κεφάλι σου και ν’ ανταλλάξουμε τα βλέμματά μας. Ν’ ανταλλάξουμε κουβέντες και στο τέλος ένα φιλί για καληνύχτα.

Εγώ περίμενα σ’ εκείνο το γνωστό καφέ. Ακουμπισμένος σε μια πολυθρόνα δίπλα στη δικιά σου. Έμεινα να χαζεύω τα ρετρό χρώματα και τα ποτήρια του κρασιού κρεμασμένα πάνω απ’ το μπαρ. Έμεινα να χαζεύω το παλιό πιάνο και να ταξιδεύω με τη μουσική. Μέχρι που άνοιξε η πόρτα και μπήκες εσύ. Μέχρι που έκατσες δίπλα μου κι είπα, μέσα μου, ότι η θέση σου είναι εδώ.

Εμείς, σ’ ένα ταξίδι στα άστρα. Κι ένα ραντεβού μέσα σ’ ένα πλανητάριο να ψάχνουμε να βρούμε τον δικό μας πλανήτη. Να ψάχνουμε να βρούμε τρόπο να εξημερώσουμε έναν έρωτα που ξεκινούσε από δύο σφικτά δεμένα χέρια. Για να γράψουμε τη δική μας ιστορία κάπου ανάμεσα στο άγνωστο σύμπαν.

Ποια, όμως, απ’ όλες αυτές τις στιγμές ήτανε η πρώτη μας, δεν ξέρω. Ποια ήτανε αυτή που, επί της ουσίας, μας γνώρισε, ακόμα δεν ξέρω. Ξέρω ποια ήτανε όμως η πιο έντονή μας. Κι εκεί σου δίνω ένα ραντεβού ξανά. Εκεί θέλω να βρεθούμε πάλι.

Θέλω να νιώσω όλα εκείνα τα δικά σου. Να νιώσεις κι εκείνα τα δικά μου. Να δεις αν ακόμα τα χέρια μου μπορούν να τρέμουν στο άγγιγμά σου. Να δω αν ακόμα το χαμόγελό σου μπορεί να με ταξιδέψει. Να δεις ότι οι στιγμές δε χάνονται μέσα στο χρόνο. Απλά χανόμαστε εμείς.

Επομένως, επιλέγω την πιο έντονή μας, την πιο δυνατή μας, την πιο όμορφή μας συνάντηση. Εκείνη είναι κι η πρώτη για μένα. Και θα σε περιμένω εκεί. Αν είναι και γι’ εσένα η ίδια, τότε κάτι όλο αυτό σημαίνει.

Έλα εσύ και θα το ανακαλύψουμε…

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη