Απ’ τη στιγμή που άνοιξες τα μάτια σου, στον κόσμο αυτό, αποτελείς ένα πλάσμα ξεχωριστό. Σου δόθηκαν γνωρίσματα, στοιχεία και μία εικόνα που διαφέρει από καθετί άλλο πάνω σ’ αυτή τη Γη. Σου δόθηκαν όλα εκείνα που δεν ορίζουν αντικαταστάτη και φυσικά σε κάνουν μοναδικό.

Γι’ αυτό, λοιπόν, κλείνε τα μάτια κάθε φορά που στέκεσαι μπροστά σ’ έναν καθρέφτη. Άφησε το μυαλό σου να χαζέψει το γυμνό σώμα σου. Γιατί αυτά θα είναι εκεί κάθε φορά που βγαίνεις απ’ το μπάνιο και σκουπίζεις το κορμί με μία πετσέτα. Θα είναι εκεί κάθε φορά που περνάς ένα λάδι ή ένα γαλάκτωμα σώματος. Θα είναι εκεί για να θυμίζουν εκείνες τις στιγμές που έφεραν τα σημάδια πάνω σου, μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Εκείνες τις ουλές που μεγάλωσαν καθώς μεγάλωνες κι εσύ.

Θα προσπαθήσεις να αναπολήσεις. Θα προσπαθήσεις να ξεχάσεις. Θα προσπαθήσεις να τις καλύψεις. Αλλά μην προσπαθήσεις να θάψεις βαθιά μέσα σου εκείνο το κλάμα σου, τον πόνο σου ή εκείνο τον πανικό της μητέρας σου ή κάποιου άλλου δικού σου ανθρώπου.

Όλα ξεκίνησαν μ’ ένα σκίσιμο στο φρύδι. Τότε που έπεσες με το ποδήλατο. Ή εκείνα τα ράμματα στο πόδι ή στο πίσω μέρος του κεφαλιού απ’ τα παιχνίδια στις σχολικές αυλές και τις αλάνες. Όλα εκείνα που ακόμα και σήμερα θα σε ρωτήσουν σε ένα κομμωτήριο «από πού το έπαθες αυτό;» κι εσύ θα μείνεις μπροστά σ’ έναν καθρέφτη με βλέμμα γεμάτο απορία.

Για να έρθει η στιγμή που θα σε φιλήσουν γλυκά πάνω στην κοιλιά. Δίπλα στο σημείο, όπου ένα σκουληκάκι, όταν βγήκε, σου άφησε μία άκομψη ουλή. Για να ανέβουν λίγο παραπάνω και ν’ απορήσουν με μία τομή που πήρε τη θέση της στο στήθος σου. Κάτι για το οποίο μόνο εσύ ξέρεις το «γιατί». Που μόνο εσύ ξέρεις το «πώς» και το «μετά».

Μέχρι να τραβήξεις εκείνα τα βλέμματα στην παραλία πάνω και γύρω απ’ το μαγιό σου με τις ραγάδες που προσπαθείς να καλύψεις. Αλλά κανείς δεν ξέρει πως σε καθεμία από αυτές έχεις δώσει όνομα από κάθε μήνα που περνούσε και μεγάλωνε το παιδί μέσα σου. Ή εκείνες που μήνες που πάλευες να χάσεις τα περιττά κιλά. Που ήρθαν κι έφυγαν. Και πιθανόν θα ξανάρθουν. Και πιθανόν να ξαναφύγουν.

Και ξαφνικά βρέθηκες μέσα σε καπνούς από φωτιά να παλεύεις να αποφύγεις τα ζεστά νερά. Βρέθηκες να παλεύεις με φλόγες που έβγαζε το δέρμα σου, που ακόμα και τώρα σου προκαλούν πόνο. Για να φτάσει να μαζέψει η επιδερμίδα σου. Για να φτάσεις στο σημείο να θυμάσαι πως ένα έγκαυμα, μικρό ή μεγάλο, είναι αρκετό για να σε καίει μια ζωή.

Ξυπνώντας ένα πρωί με μία κηλίδα άλλου χρώματος πάνω σου. Κι εκεί που η λεύκη νόμιζες ότι είναι απλά ένα δέντρο, άρχισες να μαθαίνεις τι είναι αυτοάνοσο. Άρχισες να αποκτάς ένα έξτρα δέρμα που σε κάθε κνησμό του, κομμάτια πέφτανε παντού και γύρω σου. Και κάπου εκεί γνώρισες την ψωρίαση. Γνώρισες και πολλά βλέμματα. Ντράπηκες κι έσκυψες το κεφάλι.

Αλλά αποκαλύφθηκες. Στη θάλασσα, στο γυμναστήριο, στον έρωτα. Τι κι αν ένιωσες την απόρριψη; Τι κι αν κέρδισες τη συμπάθεια; Την αποστροφή; Τι κι αν βρέθηκες να προσπαθείς να δώσεις απαντήσεις σε αμήχανες ερωτήσεις; Σημασία δεν έχει απολύτως καμία. Και ξέρεις γιατί;

Γιατί τον εαυτό σου δεν μπορεί να τον αγαπήσει κανένας περισσότερο από εσένα. Κι αν δεις χέρια ν’ απομακρύνονται και βλέμματα να χαμηλώνουν μπροστά στη θέα σου, γέλασε και προχώρα. Τίποτε δε σε κάνει λιγότερο ξεχωριστό. Αντίθετα εκείνες οι ουλές σε κάνουν μοναδικό.

Δεν περιμένεις ν’ αφήσεις κάπου το σημάδι σου για να ξεχωρίσεις. Σε βρήκαν αυτά για να σου δώσουν να καταλάβεις ότι είσαι ένα πλάσμα διαφορετικό. Ότι είσαι ένα πλάσμα φανταστικό.

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη