Ό,τι σου αρέσει κι ό,τι αγαπάς, θα μπορούσα, να ’μαι εγώ. Απλά δεν πρόλαβα να γίνω. Ό,τι σου έχουν πει διάφοροι πως θα μπορούσαν να κάνουν για ‘σένα, θα μπορούσα κι εγώ. Απλά δεν είχα την πρωτιά στη σκέψη.

Και πλέον δεν ήξερα, όταν σε συνάντησα με το πρόσωπο, αν έπρεπε να σ’ αγκαλιάσω ή να σου δώσω το χέρι μου. Γι’ αυτό προτίμησα να σε φιλήσω, στο μάγουλο. Κι ήταν εκείνη η επιδερμίδα σου, η τόσο απαλή, που για μια σύντομη στιγμή μου θύμισε τη μυρωδιά και τη γεύση του κορμιού σου.

Δεν άντεχα να μείνω άλλο. Γι’ αυτό κι απομακρύνθηκα, με βήματα αργά και σταθερά. Δεν άντεξα, όμως. Γύρισα το κεφάλι για να δω. Όχι εσένα. Αλλά εκείνη την, επόμενη από ‘μένα, επιλογή σου. Κι ήρθαν δαίμονες στο μυαλό μου κι ερωτήματα αναπάντητα. Τι έχει, που δεν το έχω εγώ;

Πρέπει να το ομολογήσω πως κάτι τέτοιο δεν το περίμενα. Με αιφνιδίασε σίγουρα η σκέψη και μόνο. Το θέμα με τα αισθήματα είναι ότι έχουν αυτόν τον τρόπο να σε κυριεύουν, όταν δεν τα περιμένεις καθόλου. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Όπως με τη ζωή. Ποιος θα το φανταζόταν ότι απ’ όλους τους έρωτες, αυτός που δεν υπολόγιζα, θα μου έδινε την πιο δυνατή γροθιά. Ειρωνεία.

Θα σου πω, λοιπόν, αυτό που είπε η αλεπού στον Μικρό Πρίγκιπα. Ότι μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά, την ουσία δεν την βλέπεις με τα μάτια. Μάλλον κάτι τέτοιο ισχύει και στην περίπτωσή σου. Όχι στη δική μου. Γιατί αυτό που ήταν να δω, το είδα. Μπροστά μου. Και κατάλαβα πως μπροστά στο «πολύ» το δικό μου, το «λίγο» σού είναι αρκετό.

Σου τα ‘δωσα όλα. Κι εκεί που αναζητούσες τη μοναξιά, μάλλον ο πόνος της σε οδήγησε σ’ άλλη αγκαλιά. Και θέλω να γυρίσεις πίσω σ’ εμένα. Και το θέλω τώρα. Όχι για κάποιον ιδιαίτερο λόγο, αλλά για να σου δείξω πώς είναι αυτό το πάρε-δώσε. Και λίγη ώρα μου είναι αρκετή. Γιατί περισσότερο δε θα το αντέξω. Να σου προσφέρω όλα εκείνα τ’ αναπάντητα τηλεφωνήματά μου. Να πονάς, κι εγώ να γελάω μαζί σου. Να μου προσφέρεις όλες εκείνες τις όμορφες στιγμές που θα σε κρατήσουν με το βλέμμα στο παρελθόν, την ώρα εκείνη που εσύ θα με δεις σε μια άλλη αγκαλιά.

Εκείνη την ώρα όπου εσύ θα σκέφτεσαι τι δεν έχεις και το έχει το κάτι άλλο που μπήκε στη ζωή μου. Εκείνη την ώρα που εγώ θα σου μιλάω για τη μοναξιά που αναζητάω. Κι έπειτα να μ’ αναζητάς για να λύσουμε τις απορίες μας. Γιατί αν θέλεις να πιάσουμε το «σ’ αγαπώ» και «μ’ αγαπάς», θα γελάμε μέχρι το πρωί. Κι αν νομίζεις ότι όλα αυτά είναι απωθημένα ή απλά ένας εγωισμός, θα σου πω ότι κάνεις ένα μεγάλο λάθος.

Γιατί αν περιμένεις τον χρόνο να σου δείξει αν θα σου λείψω, τότε έχασες. Τι; Την αντοχή μου. Ή καλύτερα, την αντοχή σου. Κι αν η ανασφάλειά σου κι ο φόβος για το κάτι περισσότερο σε κυρίευσε και σε τρόμαξε, φαντάσου πόσο τρόμαξα εγώ με τις επιλογές σου.

Για να καταλήξω πως είμαι το καλύτερο. Είμαι το διαφορετικό. Είμαι εκείνο που σεβάστηκε εσένα και τα συναισθήματά σου. Είμαι όλα εκείνα που δεν προσπάθησαν να σ’ αλλάξουν. Όλα εκείνα που χαμογέλασαν κι έκλαψαν. Κι έπειτα προχώρησαν. Χωρίς να χρειαστεί να σε τραβήξω απ’ το χέρι και μακριά απ’ το παρελθόν σου. Γιατί κι αυτό το σεβάστηκα.

Κι αν ο έρωτας έχει αρχή, μέση και τέλος, τότε εγώ γράφω το δικό μας. Μόνο πρόσεχε. Γιατί το κεφάλι μου το γυρίζω τώρα, και μαζί γυρίζω και σελίδα. Έπαιξες κι έχασες. Κι αν πιστεύεις ότι τραβάω ακόμα τα κολλήματά μου, γελάστηκες. Απλά μια σκέψη ήταν και πάει, πέρασε.

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη