Χωρίζεις, φεύγεις, διώχνεις. Τρεις λέξεις με ίδιο αποτέλεσμα, διαφορετικά συναισθήματα, μα μία εικόνα ενός ακρογιαλιού που μάς θυμίζει. Ο καιρός περνάει και σκεπτόμενος με πιο καθαρό μυαλό νοσταλγώ τις μέρες που δε μας απασχολούσε τίποτα και κανείς. Εκείνα τα δευτερόλεπτα που ανήκαμε ο ένας στον άλλον. Και τώρα έχω την ανάγκη να σου δώσω μια ευκαιρία να μιλήσεις. Να μού ξεκαθαρίσεις την κατάσταση, δίχως το φίμωτρο που σου είχα βάλει. Ίσως να μου δώσεις κι εσύ μια ευκαιρία να με μάθεις. Μια δεύτερη ευκαιρία που νόμιζα πως είχε πνιγεί.

Βρίσκω λοιπόν τη δύναμη και το θάρρος, να έρθω σε επικοινωνία μαζί σου και να μάθω εάν είσαι καλά. Έχεις ένα μαγικό, ώριμο τρόπο να με κάνεις να νιώθω πως όχι απλώς είσαι ό, τι καλύτερο, αλλά δεν μπορώ στη σκέψη ότι χτίζεις με κάποιον άλλον ένα «εμείς». Ένα ερωτικό προσκήνιο, που γεμίζει τη ζωή σου και δε βρίσκομαι εγώ στη σκηνή μαζί σου. Είμαστε ένα «εμείς», που αιωρείται κι ένα «εγώ» που περιφέρεται.

Ντρέπομαι, που σου ζητώ μια δεύτερη ευκαιρία. Αλλά ήθελα να είμαι ειλικρινής και δεν έχω ξαναυπάρξει, να μιλάω με τόση διαύγεια ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. Να ξεγυμνώνομαι μεταφορικά, ενώ θα ήθελα εσύ να το προκαλείς κυριολεκτικά. Μα, το άκουσες; Έσπασα. Θεωρούσα πως κρυβόταν μια γαλάζια ελπίδα στο βλέμμα σου, αλλά με προσγείωσες. Και μου ζήτησες κάτι πολύ απλό. Τόσο απλό, που δυσκολεύομαι τόσο πολύ να το κατανοήσω, γιατί η πολυπλοκότητα των συναισθημάτων μου ξεπερνάει την απλότητα της λογικής και της θάλασσας. «Είναι καιρός να προχωρήσεις». Ακούγεται σαν κάτι πολύ φυσιολογικό. Ξέρεις όμως τι; Ακούγοντας αυτή τη φράση, δεν είναι ένα τσιγάρο απόσταση το «εγώ» από το «εσύ». Είναι το σύμπαν ολόκληρο χωρίς αρχή και τέλος. Είναι ένας ωκεανός, δίχως επιφάνεια και πάτο. Απέχει τόσο πολύ από το «είναι καιρός να προχωρήσουμε».

Ο πληθυντικός δείχνει μια συλλογική απόφαση. Ο ενικός όμως με κάνει να νιώθω τρέλα κι απελπησία στα μάτια σου. Σαν να μου κάνεις ένα πατ-πατ στην πλάτη, σάμπως όλα θα πάνε καλά. Έλα όμως, που δε θα πάνε ούτε μέχρι το περίπτερο για πορτοκαλάδα με ανθρακικό! Τέλος πάντων, πίσω στο θέμα μου. Ξέρεις, πονάει όταν αποχωρεί το «εμείς». Και μένω να σκέφτομαι πώς θα φτιάξω μια χρονομηχανή να πάω πίσω και να αλλάξω όσα είπα, όσα έκανα, όσα δεν ένιωσα. Παρ’ όλ’ αυτά εάν δεν είχα φτάσει ως εδώ, δε θα είχα καταλάβει την αξία σου. Κι αυτό με εκνευρίζει, διότι νιώθω πως σε μειώνω, ενώ εγώ είμαι ο μοναδικός αυτή τη στιγμή, που πρέπει ν’ αγγίξει τα άπατα. Τι είσαι δηλαδή για να σου δίνω αξία; Τι είμαστε; Προϊόντα κι υπηρεσίες; Δύο στην τιμή του ενός; Είσαι υπεράνω αυτών των ρηχών σκέψεων, γιατί είσαι ο άνθρωπος, που δε θα μπορώ ποτέ να έχω. Κι αν αυτό δεν είναι απωθημένο, ρίξε με στη θάλασσα. Και ζηλεύω το άτομο που θα σε κατακτήσει. Που θα σε φιλήσει. Που θα γδύνεις κάθε βράδυ.

Εκείνων των αναμνήσεων, που ποτέ δε χτίσαμε, είμαι ο φταίχτης. Στενοχωριέμαι για το πόσο νοιάζεσαι, που μου λες να φτιάξω τη ζωή μου. Να κάνω ένα βήμα παραπέρα και να αποχαιρετήσω το παρελθόν μια για πάντα. Όμως κάθε τι σε θυμίζει και κάθε φορά που σε βλέπω εύχομαι να με άρπαζες. Το βλέπω πως είσαι καλά και δεν ξέρω εάν με χαροποιεί ή με στενοχωρεί. Στενεύει η χαρά μου, όταν ξέρω πως δεν είμαι μέρος της δικής σου. Δεν πειράζει όμως, φτάνει που είσαι καλά. Χωρίς «εμάς».

Έχω μιλήσει για απόρριψη και την έχω αποδεχτεί, όμως εδώ έχω πιαστεί κορόιδο. Επειδή όμως σε νοιάζομαι, θα προχωρήσω για εμάς. Γιατί ό, τι ζήσαμε άξιζε. Και δε φταίμε σε κάτι, που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Κάποιοι λένε πως αν θέλεις τον άλλον όσο τίποτα, το προσπαθείς. Άλλοι αφήνουν τη μοίρα να δείξει το δρόμο, ενώ οι πιο δυνατοί, δίχως να χάσουν το θάρρος τους, προχωρούν. Κάποιος μού είπε κιόλας πως η απόρριψη είναι σαν ένα μάθημα. Τι σου διδάσκει όμως; Να μάθεις να κοιτάς μπροστά ή να μάθεις να εκτιμάς τους ανθρώπους όταν τους έχεις; Ή μήπως να εμπιστεύεσαι πιο πολύ εσένα κι όχι τους άλλους;

Θυμάσαι, τότε που ήσουν μικρός κι έβρισκες ένα αλαβάστρινο βότσαλο και το τοποθετούσες πάνω σε μια μαύρη πέτρα για να μην το χάσεις; Κι ύστερα γυρνούσες για λίγο το βλέμμα σου κι όταν επέστρεφες είχε χαθεί; Μα εκεί το είχες αφήσει! Πώς εξαφανίστηκε; Ε, αυτό είμαι εγώ. Δυο σίγουρες κινήσεις και μία λάθος. Νόμιζα πως είχα σιγουριά όταν χώρισα κι έφυγα. Μα το μεγαλύτερο λάθος μου ήταν, που σε έδιωξα, διότι μόνος μου έκανα το «εμείς» κομμάτια. Κι ύστερα με το δίκιο σου είχες το δικαίωμα να εξαφανιστείς. Ώρα για φινάλε λοιπόν. Αντίο.

 

Συντάκτης: Αγγελική Τσιγαρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου