Ποιο ακριβώς είναι εκείνο το γεγονός που σηματοδοτεί τη μεγάλη εκείνη στιγμή της ενηλικίωσης; Είναι τα γενέθλια στα οποία θα φυσήξεις κεράκια δεκαοκτώ; Είναι η απόκτηση διπλώματος οδήγησης; Είναι η πρώτη ψήφος που θα ρίξεις στις εκλογές; Ή μήπως είναι η μέρα εκείνη που, όντας πλέον φοιτητής, θα μαζέψεις τα μπογαλάκια σου, θ’ αφήσεις τη μαμά να σ’ αγκαλιάσει για εκατοστή φορά και θα κάνεις ποδαρικό στο νέο, ολόδικό σου σπίτι;

Ναι, θεωρώ πως η αποχώρηση από το πατρικό αποτελεί κομβικό σημείο στη ζωή κάθε νέου, μια μετάβαση εξέχουσας σημασίας για την προσωπική του εξέλιξη. Καλώς ή κακώς, όμως, το ξεκίνημα των σπουδών δεν αντιστοιχεί για όλους με την απόκτηση νέας κατοικίας. Πολλοί φοιτητές –αν όχι οι περισσότεροι– είτε για λόγους οικονομικής κατάστασης είτε λόγω ασυμβατότητας μεταξύ βάσεων και μορίων είτε λόγω επιλογής συγκεκριμένου αντικειμένου σπουδών, αναγκάζονται να μείνουν στην πόλη τους. Στο πατρικό τους. Με τους γονείς τους.

Πολλοί φρικάρουν και μόνο στην ιδέα. Νιώθουν άτυχοι και ζηλεύουν όλους εκείνους τους φίλους τους που ανοίγουν τα φτερά τους για να πετάξουν μακριά από τη φωλίτσα της μαμάς. Σίγουρα, η συμβίωση με τους γονείς έχει και τα θετικά της. Στο σπίτι τα βρίσκεις όλα έτοιμα: σιδερωμένα ρουχαλάκια, ζεστό φαγάκι στο τραπέζι, κρεμασμένα στην ντουλάπα τα ρούχα απ’ το καθαριστήριο. Δε χρειάζεται να έχεις τέτοιου είδους έγνοιες και σκοτούρες στο κεφάλι σου. Είναι αρκετό, όμως, αυτό για κάποιον που το μόνο που επιθυμεί είναι να ζήσει μόνος του και να απογαλακτιστεί;

Υποτίθεται πως από τη στιγμή που πλέον είσαι ενήλικας, έχεις και μεγαλύτερη ελευθερία. Τώρα, κατά πόσο ισχύει αυτό, είναι αμφιλεγόμενο. Κακά τα ψέματα, όσων χρόνων και να είσαι, η ανάκριση από μέρους των γονέων δεν πρόκειται να σταματήσει ποτέ. Ερωτήσεις τύπου «Πού θα βγεις; Με ποιους θα βγεις; Τι ώρα θα γυρίσεις; Ζακέτα πήρες;», θα σε στενοχωρήσω μάλλον, άλλα δεν παύουν μαγικά μόλις πατήσεις τα 18. Αυτό δε σημαίνει ότι σαν φοιτητής κι εσύ δεν μπορείς να βγεις έξω και να ξεσαλώσεις. Απλώς θα έχεις πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού σου ότι ο μπαμπάς σε περιμένει ξύπνιος στο σπίτι, στριφογυρίζοντας ανήσυχα στο κρεβάτι.

Κι αν κάτι δεν πρόκειται να σταματήσει ποτέ των ποτών είναι η γκρίνια της Ελληνίδας μάνας. Λίγο που δεν τη βοηθάει κανείς στις δουλειές του σπιτιού κι «αν δεν είχατε κι εμένα κατσαρίδες θα είχατε πιάσει εδώ μέσα», λίγο που ξενυχτάς κάθε βράδυ σαν το ρεμάλι και κοιμάσαι μετά μέχρι τ’ απόγευμα, να ξέρεις, κάτι θα βρει για να γκρινιάξει και δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσεις τον πονοκέφαλο.

Γνωρίζοντας, λοιπόν, ότι τους έχεις πάνω απ’ το κεφάλι σου κι ότι οφείλεις να τους δίνεις και λογαριασμό, νιώθεις την καταπίεση πιο έντονη από ποτέ. Και μια φωνή ουρλιάζει σαν σειρήνα στο κεφάλι σου διαρκώς: «Θέλω να μείνω μόνος μου!»

Για να μην αναφερθώ στην έλλειψη ιδιωτικότητας. Μπορεί να έχεις το δωμάτιό σου ως προσωπικό σου χώρο, αλλά αποτελεί χαριτωμένη συνήθεια της ελληνικής οικογένειας να χώνει ο ένας τη μύτη του στις δουλειές των άλλων. Θέλεις να κάνεις μια μάζωξη στο σπίτι. Πού να τους ξαποστείλεις τους ανθρώπους νυχτιάτικα; Θέλεις να διαβάσεις κι ο μικρός σου αδερφός παίζει ντραμς, η μαμά κάνει ανακαίνιση το ντουλάπι με τα κατσαρολικά κι ο μπαμπάς βλέπει το ματς στη διαπασών. Και κάπως έτσι καταλήγεις να περιφέρεσαι στο σπίτι με ακουστικά.

Ίσως η λέξη «ελευθερία» που χρησιμοποίησα προηγουμένως να μην είναι η κατάλληλη γι’ αυτό που αποζητάς. Δε σημαίνει ότι στο σπίτι σου ζεις σε συνθήκες σκλαβιάς. Ανεξαρτησία, αυτό είναι που επιθυμείς. Νιώθεις ότι δεν έχεις πάρει ακόμα τη ζωή σου στα χέρια σου και το μόνο που θες είναι να κόψεις τον ομφάλιο λώρο, να πατήσεις στα πόδια σου, ν’ αναλαμβάνεις ο ίδιος τις ευθύνες σου και να γίνεις κύριος του εαυτού σου.

Όσο και να λατρεύεις τους γονείς σου, θέλεις να φύγεις από το σπίτι. Να τα έχεις όλα όπως τα θέλεις εσύ: να συγυρίζεις το χώρο σου όποτε γουστάρεις, να τρως ό,τι γουστάρεις, να πετάς τα πράγματα σου από ‘δω κι από ‘κει. Να περπατάς ξυπόλητος, να αφήνεις τα πιάτα άπλυτα και το κρεβάτι ξέστρωτο. Να κοιμάσαι αλλού ή να φέρνεις παρέα στο σπίτι. Να μην υπάρχει ο κίνδυνος να έρθει το γκομενάκι face to face με τον πατέρα σου το πρωί στο μπάνιο.

Να μαγειρεύεις, να καις το φαΐ και να καταλήγεις να παραγγέλνεις απ’ έξω. Να θέλεις να βάζεις πλυντήριο, να τα βρίσκεις σκούρα και να καλείς τον αριθμό του πατρικού σου: «Μαμά, στους πόσους βαθμούς πλένονται τ’ ασπρόρουχα;».

Και κάπως έτσι, ενώ ταυτόχρονα θα ζεις τη φοιτητική ζωή στο πετσί σου και παράλληλα θα καταπιάνεσαι με την υψηλή τέχνη της μαγειρικής, θα μάθεις, θα σκληραγωγηθείς και θα αυτοσυντηρείσαι. Κι αν όλα αυτά σου φαίνονται σαν όνειρο που ανήκει στο πολύ μακρινό μέλλον και σκέφτεσαι «Εγώ πότε θα φύγω από το σπίτι;», να θυμάσαι ότι με σωστό κι ώριμο χειρισμό των εμποδίων είναι στο χέρι σου να μπαρκάρεις μακριά από το σπίτι προς αναζήτηση της ανεξαρτησίας σου.

 

Επιμέλεια Κειμένου Δάφνης Μαυρίδου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Δάφνη Μαυρίδου