Διασκεδάζεις, γελάς, κλαις, δουλεύεις, νευριάζεις, χαίρεσαι, βγαίνεις με φίλους. Ζεις. Έρωτες πάνε κι έρχονται. Ανοιγοκλείνεις πόρτες. Ψάχνεις να βρεις αυτό που έχεις ανάγκη. Αυτό που θα δώσει ουσία στη ζωή σου. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζεις την καθημερινότητά σου και λειτουργείς σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. Είσαι εντάξει με αυτό. Άλλωστε, όλα είναι τακτοποιημένα και στη θέση τους.

Στον αντίποδα, κάποιος άνθρωπος, εκεί έξω, δεν έχει τακτοποιήσει τίποτα. Έχει βάλει μια υποτυπώδη σειρά, όπως προστάζει η ρουτίνα, αλλά υπάρχει ένα αγκάθι. Πάντα υπήρχε. Εσύ είσαι αυτό. Πώς θα ένιωθες αν μάθαινες ότι όλο αυτό το διάστημα, για κάποιον εκεί έξω, δεν είχε τελειώσει τίποτα; Αν κάποιος που πέρασε απ’ τη ζωή σου, έστω και για λίγο, έμεινε εκεί και δεν έφυγε ποτέ; Αν σε παρατηρούσε σιωπηλά από μακριά, χωρίς να περιμένει κάτι, χωρίς να προτίθεται να κάνει κάτι για να σε διεκδικήσει;

Απλά επέλεξε να ζει από απόσταση ένα κομμάτι της ζωής σου, γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να σε έχει. Και του αρκούσε αυτό. Να σε βλέπει να ‘σαι καλά, να διασκεδάζεις, να χαμογελάς. Κι ας σε έβλεπε να αναλώνεσαι σε ξένες αγκαλιές, κι ας μπορούσε να δει τη θλίψη στα μάτια σου κάθε φορά που σε πλήγωναν, χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι, κι ας ήθελε να ‘ρθει να σε πιάσει, να σε ταρακουνήσει και να σε ξυπνήσει, για να καταλάβεις πόσα αξίζεις. Κι ας λυπόταν κάθε φορά που έβλεπε την καμπύλη στα χείλη σου να προσποιείται. Πόση ανιδιοτέλεια μπορεί να κρύβει μια τέτοια πράξη; Πόσο αληθινός έρωτας είναι αυτός και πόσο κοντά περνάει απ’ τη σκιά του απωθημένου;

Κάποια στιγμή, όμως, δεν πάει άλλο. Θες επειδή λύγισε, θες από περιέργεια ή από ανάγκη να σε ξαναδεί από κοντά, βρίσκει την τόλμη και σου χτυπάει την πόρτα. Και τότε το συνειδητοποιείς. Όλο αυτό το διάστημα, που εσύ περνούσες καλά και συνέχιζες κανονικά τη ζωή σου, κάποιος δεν είχε σταματήσει να σε σκέφτεται.

Μια ψυχή εκεί έξω, ενώ έδειχνε να πηγαίνει παρακάτω, είχε αφήσει ένα κομμάτι της σε εσένα. Και τώρα αποφασίζει να τρέξει και να σε αναζητήσει. Χωρίς απαραίτητα να περιμένει κάτι από εσένα. Χωρίς να ελπίζει ότι θα αποκτήσει αυτό που επιθυμεί. Ίσα-ίσα, η αμφιβολία κατακλύζει κάθε πτυχή του μυαλού. Ο φόβος της απόρριψης κάνει τα πόδια να τρέμουν. Γιατί, άλλωστε, να ανταποκριθείς; Από μόνη της η κατάσταση αυτή είναι μια τρέλα. Ποιος θα έμπαινε συνειδητά σε κάτι τέτοιο;

Αλλά δεν κάνει πίσω. Σαν μαριονέτα που κάποιος άλλος κινεί χέρια και πόδια, σχεδόν σαν να ‘χει υπνωτιστεί, απλά έρχεται σε σένα. Χωρίς προσδοκίες. Γιατί, άλλωστε, τι είναι; Ένας έρωτας απ’ τα παλιά. Ένας παραλίγο έρωτας που εσύ μπορεί να μην του είχες δώσει καμία σημασία. Μια υποψία έρωτα που μπορεί να είχες αγνοήσει ή να έδιωξες κακήν-κακώς για χάρη κάποιου άλλου, που τελικά δεν ήταν αυτό που ήθελες.

Ένας έρωτας που για κάποιους λόγους δεν προχώρησε κι έμεινε στα μισά, τώρα είναι πάλι μπροστά σου. Διψάει για αυτά που έχασε. Ζητάει να πάρει όσα δεν μπόρεσε καν να ακουμπήσει τότε. Και νιώθεις λιγότερη μοναξιά. Σχεδόν τρομάζεις απ’ την αίσθηση ότι υπήρχες πάντα στη σκέψη κάποιου. Σε συγκλονίζει το γεγονός ότι, μέσα στην ίδια πόλη, ένας άνθρωπος ζούσε σχεδόν διπλή ζωή. Αυτή που εξελισσόταν στην πραγματικότητα κι αυτή που είχε στο μυαλό του και θα ήθελε ιδανικά να ζει μαζί σου.

Τι γίνεται, όμως, αν η ζωή σας πια έχει διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο που καθιστά δύσκολη την όποια συνύπαρξή σας; Τα διαλύεις όλα και φεύγετε μαζί ή το θάβεις όλο, για ακόμη μία φορά, περνώντας στο παρελθόν; Πόσο εύκολο, όμως, είναι να αφήσεις ξανά πίσω σου κάτι που σε σκεφτόταν για μήνες ή και χρόνια; Πλέον ξέρεις πως ό,τι και να κάνεις, όσο γρήγορα και να τρέξεις, θα το βρίσκεις πάντα μπροστά σου.

Σε περίμενε τότε, θα σε περιμένει και τώρα. Κι από την άλλη, πώς να απαιτήσεις από αυτόν τον έρωτα να αφήσει κάτι που λαχταρούσε για καιρό να αποκτήσει και τώρα το ‘χει στα χέρια του; Πώς να ζητήσεις να προσποιηθεί ότι ποτέ δεν ήρθε να σε βρει και να συνεχίσει τη ζωή του, σφυρίζοντας αδιάφορα; Μια ζωή που ίσως, στο φινάλε, να μην είναι ξανά η ίδια.

Τίποτα δε θα είναι ίδιο για κανέναν έπειτα. Ούτε για εσένα. Είναι ένα συναίσθημα που έρχεται και σαρώνει τα πάντα, που δεν υπολογίζει «πρέπει» και «μη». Δεν καταλαβαίνει από δυσκολίες -κι ακόμα κι αν υπάρχουν, σε κάνουν να επιμένεις πιο πολύ. Σαν πεισματάρικο παιδί που σφίγγει τις γροθιές και χτυπάει με δύναμη το πόδι του στο πάτωμα. Έτσι κι εσείς. Δεν παραιτήστε αν δεν το ζήσετε. Κι ας το αρνείστε -ίσως ακόμα και στον εαυτό σας.

Δε γίνεται αυτό το συναίσθημα να ‘ναι λίγο, να ‘χει μέτρο. Δεν επιδέχεται έλεγχο. Και, ναι, γελάς με τον εαυτό σου. Εσύ, που ίσως και να χλεύαζες εκείνους που μπλέκουν σε περίπλοκες καταστάσεις, τώρα βρίσκεσαι στην ίδια θέση. Και μπήκες συνειδητά. Όχι ότι σε ρώτησε κανείς. Δε ρωτάνε αυτοί οι έρωτες. Είναι άπληστοι κι αγενείς. Δεν περιμένουν την έγκριση κανενός.

Η απόφαση, λοιπόν, είναι δική σου. Αν επιλέξεις να το ζήσεις, οφείλεις να προετοιμάσεις τον εαυτό σου γι’ αυτό που θα ακολουθήσει και να ξεκαθαρίσεις την όποια ισχύουσα κατάσταση στη ζωή σου. Ένα τέτοιο αίσθημα, που έρχεται απ’ το παρελθόν αγκαλιά με την αίσθηση του ανικανοποίητου, φτάνει με τεράστια φόρα. Το ωστικό κύμα δε θα αφήσει τίποτα όρθιο. Αν θες να του κλείσεις την πόρτα, θα χρειαστείς μεγάλη δύναμη. Αν πάλι όχι, ποτέ δε θα ξέρεις σε ποια ακτή θα σας βγάλει. Αλλά… Υπάρχει κάποιος που δε θα ήθελε να κολυμπήσει σε μια τέτοια θάλασσα;

Αφιερωμένο σε όσους τολμούν να κυνηγήσουν έναν τέτοιο έρωτα…

Συντάκτης: Ναταλία Ελευθερίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη