Πολλή μαγκιά εκεί έξω, που λες· βαρβάτη, σένια κι ανόθευτη. Ένας κόσμος συναισθηματικά ανάπηρος που επιλέγει να προβάλει το εγώ του φωταγωγημένο σαν το Λας Βέγκας, ένα εγώ που ανάθεμά το κι αν κρύβει δυο-τρία ξεροκόμματα ψυχής μέσα στο χάος του, που κι αυτά αν ρωτήσεις τους ιδιοκτήτες τους δε θα ξέρουν να σου πουν πώς στο διάολο βρέθηκαν εκεί πέρα· μόνο θα τα τινάξουν επιδεικτικά μπροστά σου με μια εξόφθαλμη έκφραση αηδίας, μην τυχόν και τους περάσεις για τίποτα ευαίσθητους και πάει στράφι τόσος κόπος.

Ναι, για κάποιους ανθρώπους η ευαισθησία είναι κακούργημα, χολέρα, πώς το λένε; Κι αν πετύχουν γύρω τους κανέναν φουκαρά να νιώθει λίγο παραπάνω απ’ το κανονικό, εκείνοι κάνουν πιο κει για να μην κολλήσουν τίποτα.

«Δε νιώθω εγώ» λες ψευτοκαμαρώνοντας κι αποστρέφεις το κεφάλι. Τότε κι εγώ, χαζή εντελώς, απ’ το στρατόπεδο το άλλο, ξέρεις, αρχίζω τις ερωτήσεις επειδή κάτι δε μου κολλάει.

«Δηλαδή δεν έχεις πληγωθεί ποτέ;»

«Έχω πληγωθεί, φυσικά. Γι’ αυτό δε νιώθω.»

«Άρα νιώθεις, απλώς έχεις μάθει να το κρύβεις.»

«Δε νιώθω σου είπα, τέλος», και το βλέμμα πάει πάλι αλλού.

Κλασική περίπτωση βλάβης. Το θέμα είναι δικής μου ή δικής σου; Μάλλον δικής μου.

Μια που βρεθήκαμε εδώ λοιπόν και τα λέμε έτσι όμορφα, κάνε μου τη χάρη να μείνεις λίγο ακόμα που σε θέλω. Ξέρω πως δε γουστάρεις να αναλύεις τέτοια υπάνθρωπα θέματα, αλλά κάτσε λίγο εσύ που δε νιώθεις, να μας πεις κι εμάς πώς το κάνεις μπας και γίνει κανένα θαύμα και μας σώσεις. Μίλα μου για εκείνον το μαγικό κόσμο που ζεις, που οι αγάπες έχουν ημερομηνία λήξης, που τα συναισθήματα τετραγωνίζονται, που ό,τι δε λύνεται, κόβεται και που οι σωματικές σου αντιδράσεις όπως οι ιδρωμένες παλάμες και το τρέμουλο στη φωνή είναι όλα υπό τον έλεγχό σου. Μοιάζει υπέροχος αλήθεια, πες μου πώς είναι.

Εδώ, στο δικό μου κόσμο, σε αυτόν τον κόσμο που σιχαίνεσαι, οι άνθρωποι ξέρεις συχνά φορτίζονται, μελαγχολούν, είναι φορές που τα βάζουν κάτω, παραιτούνται· κι εκεί που νομίζουν πως όλα τελείωσαν, η ψυχή τους ξεκούραστη πια ξανασηκώνεται κι αρχίζει εξαντλητικά να ξαναζητάει σημάδια για να πιστέψει πάλι σε θαύματα, λες και δε χόρτασε από στραπάτσα. Κουραστικό ε; Εμένα μου λες!

Άστα αυτά όμως, πες μου για σένα, έλα. Όταν λες πως δε νιώθεις, εννοείς πως δε νιώθεις μπροστά σε κόσμο ή γενικά; Α, γενικά. Δηλαδή δεν υπάρχουν μέρη που δεν πηγαίνεις επειδή είναι φορτισμένα στο μυαλό σου με καταστάσεις, δεν υπάρχουν τραγούδια που δεν ακούς γιατί στις νότες τους πονάει μέχρι και το αίμα στις φλέβες σου, δεν υπάρχουν βράδια μεθυσμένα που τα δάχτυλά σου παίρνουν πρωτοβουλίες και στέλνουν μηνύματα από μόνα τους; Όχι ε; Και χωρίζεις και γίνεσαι ξένος απ’ τη μία μέρα στην άλλη και δεν έχεις δεύτερες σκέψεις ούτε μετανιώνεις τόσο που να αναγκαστείς να ζητήσεις συγγνώμη; Μωρέ μπράβο!

Ξέρεις, εμείς εδώ το έχουμε αλλιώς. Κλαίμε φορές, πονάμε, ζηλεύουμε, μας λείπουν άνθρωποι που χάσαμε χωρίς να φταίμε, δεν υπάρχει σωτηρία. Κι αν καμιά φορά πάμε να προσποιηθούμε πως είμαστε δικοί σας, τρώμε τα μούτρα μας και γινόμαστε ρεζίλι, επειδή μας προδίδει το βλέμμα μας κι η χαζοκαρδιά μας που διψάει για αγκαλιές, λόγια του αέρα κι άλλες τέτοιες βλακείες. Αστείο ε;

Έλα συνέχισε, μου αρέσει να μαθαίνω. Δηλαδή εσύ δεν είχες ποτέ στη ζωή σου άνθρωπο που μπορεί να σε γυρίσει πίσω με ένα του νεύμα; Που να σε έγδαρε, να καμάρωσε φορώντας το τομάρι σου μα όσα κι αν πέρασες εξαιτίας του εσύ να ορκιζόσουν πως θα έδινες χρόνο απ’ τη ζωή σου για να τα ζήσεις όλα απ’ την αρχή; Είχες ε; Αλλά είχες και την απαραίτητη εξυπνάδα να μην τον αφήσεις να σε φτάσει στο τελευταίο σκαλί, από αξιοπρέπεια να φανταστώ; Επειδή οι της φυλής σου όταν λένε «τέλος», «όχι» και «μη» το εννοούν ε; Μάλιστα, κατάλαβα. Δηλαδή όχι, δεν κατάλαβα, αλλά ok.

Τελικά άστο, πολλή σκληράδα, δε θα πάρω, εγώ είμαι από πάστα ελαττωματική. Εγώ θέλω να νιώθω, να βουτάω σε αδιέξοδα και να καταστρέφομαι. Να είμαι θύμα συναισθηματικών μετωπικών κι έτσι εκ θαύματος όπως θα έχω σωθεί να μου δίνω εκ των υστέρων συγχαρητήρια για τη γερή μου κράση. Ναι, ποιος σου είπε πως δεν είμαστε παλαβοί εδώ πέρα; Είμαστε όμως και ζωντανοί, μην το ξεχνάς· και δεν κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας, δε λέμε ψέματα ούτε γινόμαστε ίδιοι με τα τέρατα που τρέμαμε πριν λίγο καιρό.

Είναι που έτσι γεννηθήκαμε, όπως γεννήθηκες κι εσύ που απλά επιλέγεις να κάνεις όλον αυτό το σαματά επειδή προτιμάς να στεναχωριέσαι πίσω από κλειστές πόρτες, και γούστο σου και καπέλο σου, εδώ που τα λέμε. Αλλά μη κοροϊδεύεις· επειδή εμείς αυτό που είμαστε, ήθελε κότσια για να το παραδεχτούμε και την ευαισθησία μας τη φοράμε γαλόνι, δεν τη θεωρούμε κουσούρι που θέλει φτιάξιμο. Φτιάξιμο για εμάς θέλουν μόνο όσοι μας έκαναν έστω και για μια στιγμή να πιστέψουμε το αντίθετο.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη