Πάντοτε είχα μια σχέση αγάπης και μίσους με τα social media· απ’ τη μία, λάτρευα την αμεσότητα και τη δημιουργικότητά τους, απ’ την άλλη, σιχαινόμουν τη δηθενιά και τη δύναμή τους να κάνουν διάσημους ηλίθιους ανθρώπους. Δίχως να τα απαρνηθώ ποτέ, λοιπόν, συνέχιζα να σκρολάρω χωρίς σταματημό∙ το πρωί που ξυπνάω, στο διάλειμμα απ’ τη δουλειά, στην αναμονή μου για τον γιατρό, στην παραλία, λίγο πριν κοιμηθώ, ακόμα και στην έξοδο με τους φίλους μου.

Όχι ότι με ενδιέφεραν πολλά από αυτά που έβλεπα, μη σου πω «τίποτα», κι ακουστώ υπερβολική, αλλά έλα που κάτι σε τραβάει στο όλο παιχνίδι και δεν μπορείς να το απαρνηθείς. Επειδή, ξέρεις, στα social media οι πληροφορίες μοιράζονται σε χρόνο μηδέν, δεν πέφτει τίποτα κάτω, ούτε ανακοίνωση σεισμού, που έγινε νοτιοδυτικά των Νήσων Αζόρες, ούτε χωρισμός Καρντάσιαν, ούτε καν τα αρραβωνιάσματα του πρώην συμμαθητή σου, του Μιχαλάκη με την κόρη του περιπτερά. Με το χέρι στην καρδιά τώρα, θα σε ενδιέφερε σε άλλη περίπτωση κάποιο από όλα αυτά τα θέματα; Όχι· κι όμως, τώρα τα πατάς και τα like σου, και τα «haha» σου, και τις καρδούλες σου.

Και δεν είναι μόνο ιντερνετικά που τρέχουμε να προλάβουμε τον κόσμο, μην τύχει και χάσουμε καμιά του στροφή, είναι και στην κανονική μας ζωή· εκεί που οφείλουμε να δουλεύουμε τουλάχιστον δεκάωρο για να αποδείξουμε ότι είμαστε απαραίτητοι ή επιτυχημένοι, κι ας ξέρουμε πως ο όρος «χαμάληδες» συνήθως αποτελεί ακριβέστερο ορισμό γι’ αυτό που κάνουμε, εκεί που πρέπει να βρίσκουμε χρόνο για κοινωνικές συναναστροφές, μην τύχει και μας περάσουν για τίποτα μίζερα βόδια που θέλουν την ησυχία τους και δεν ξέρουν να βγάζουν ένα στόρι της προκοπής, τύπου «woo-hoo, pername teleia», εκεί που είμαστε αναγκασμένοι να ‘μαστε γυμνασμένοι, καλοί κι απρόβλεπτοι ερωτικοί σύντροφοι, να πίνουμε δύο λίτρα νερό τη μέρα, να διαβάζουμε βιβλία, να ‘μαστε σωστοί γονείς ή καλοί μαθητές και να κοιμόμαστε απαραιτήτως οκτάωρο.

Ξέρουμε ότι είναι ανθρωπίνως αδύνατο, κι όμως δεν το βάζουμε κάτω, το προσπαθούμε. Επειδή θα ‘λεγε κανείς πως είναι μεμπτό να το ρίξεις λίγο έξω, σχεδόν νιώθεις τύψεις. Να κατεβάσεις, ας πούμε, ρολά και να πεις πως θα κλείσεις το κινητό και θα περάσεις ολόκληρο το σαββατοκύριακο τρώγοντας δρακουλίνια και βλέποντας ταινίες στο κρεβάτι με τον άνθρωπο που αγαπάς, κόβοντας βόλτες με τους φίλους σου σε προορισμούς που χέστηκες αν έχουν καλό 4G ή όχι, να πεις, ρε παιδί μου, πως κοίταξες λίγο το ταβάνι με την ησυχία σου κι ανασυγκροτήθηκες. Μπα, τίποτα, εκεί εμείς, στην πίεση.

Fear of Missing Out έχει ονομαστεί το φαινόμενο κι αποτελεί ψυχολογική μάστιγα που θερίζει εδώ και καμιά δεκαετία. Είναι ο φόβος που νιώθουμε οι άνθρωποι όταν απέχουμε απ’ τις εξελίξεις, η αγωνία μας να μη χαρακτηριστούμε αδιάφοροι, τεμπέληδες ή ανενημέρωτοι. Δεν το κάνουμε πάντα για τους άλλους, το κάνουμε κυρίως για εμάς· μερικοί είμαστε τόσο τελειομανείς, που, στην προσπάθειά μας να ζογκλερίζουμε υποχρεώσεις, καταλήγουμε να περνάνε οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια και να αναρωτιόμαστε πότε φτάσαμε πενήντα και δεν προλάβαμε ποτέ να πάμε εκείνο το ταξίδι που θέλαμε επειδή «δεν είχαμε χρόνο» ή τρέχαμε να προλάβουμε τους λογαριασμούς, που έτρεχαν κι αυτοί.

Μελέτες έχουν δείξει πως ο μέσος άνθρωπος ξοδεύει ημερησίως τρεις ώρες απλά σκρολάροντας στα social media, πόσο μάλλον αν είσαι ιδιαίτερα ενεργός, οπότε κι ο αριθμός ενδέχεται να διπλασιαστεί. Βάλε στο μέτρημα κι όλα εκείνα τα ψυχαναγκαστικά που κάνεις επειδή «είσαι ενήλικας» και «πρέπει» και καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως, με κάτι πρόχειρους υπολογισμούς, την εβδομάδα ξοδεύουμε, στην καλύτερη των περιπτώσεων, εικοσιφεύγα ώρες απλώς κοιτάζοντας μια οθόνη κι άλλες τόσες στην πίεση, που σημαίνει περίπου δύο ολόκληρες μέρα από τις επτά, δηλαδή πάνω-κάτω οκτώ μέρες το μήνα. Για το τίποτα. Απλά για να μη μας πούνε αβαράδες ή να μη χάσουμε την ανακοίνωση των γάμων του τριτοξάδερφού μας απ’ το χωριό και την αισθησιακή σέλφι της Αγγελικούλας, που θέλει να μπει στο μάτι του πρώην της.

Η αποχή μας απ’ τις εξελίξεις αποδεδειγμένα προκαλεί άγχος, νεύρα κι ένταση, παρόμοια με εκείνη που νιώθουν οι καπνιστές που έχουν ώρα να καπνίσουν ή οι χρήστες ουσιών που εμφανίζουν σύνδρομα στέρησης, κι όλα αυτά χωρίς καμία υπαρκτή τοξική ουσία, πέρα από εκείνη της σύγκρισης και του ανταγωνισμού. Κι ας πούμε ότι τα μάθαμε όλα, κι ας πούμε πως δε μείναμε στην απ’ έξω, πως γίναμε κι ενεργοί πολίτες, και καλοί σύντροφοι, κι υπέροχοι γονείς, και γραμμωμένοι, και μορφωμένοι, και χιουμορίστες, κι απαραίτητοι στη δουλειά μας, και, και, και. Και;

Πριν χρόνια, είχα διαβάσει σε ένα βιβλίο της Αλκυόνης Παπαδάκη τη φράση «ξέρεις, τρέχουν τόσο πολύ μόνο όσοι θέλουν να ξεφύγουν απ’ τον εαυτό τους» κι από τότε δε σταμάτησα στιγμή να κουνάω το δάχτυλο στον εαυτό μου κάθε φορά που πνίγω το μέσα μου με υποχρεώσεις και «πρέπει», κόντρα σε αυτά που θα με έκαναν λίγο πιο χαρούμενη, ή έστω πιο ανάλαφρη. Δεν είναι εύκολο να την πετάξεις από πάνω σου τη χολέρα της τελειομανίας, είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Να σου πω, όμως, κάτι; Δε χρειάζεται να την αποτινάξεις εντελώς, καθώς εμείς οι ψυχαναγκαστικοί είμαστε που καταφέρνουμε αυτό το “getting shit done”· αρκεί να εμφυσήσεις στο λογισμικό του μυαλού σου πως «ο χρόνος που απολαμβάνεις να πετάς, δεν είναι ποτέ πεταμένος χρόνος».

Το είχε πει κάποτε ο λατρεμένος μου John Lennon, κι είναι η φράση που με παρηγορεί και με δικαιολογεί κάθε φορά που απατώ τον πιεστικό μου εαυτό για χάρη ενός δεύτερου καφέ, λίγου έξτρα χουζουρέματος ή ενός Κυριακάτικου brunch, που κατέληξε σε βόλτα στη θάλασσα κι έπειτα σε βραδινή έξοδο στον διπλανό νομό, την ώρα που πάνω στο γραφείο μου έχω δεκαοκτώ γραπτά για διόρθωμα, δύο project για τη σχολή, deadline άρθρου και τριάντα ειδοποιήσεις στο κινητό.

Το λες κι επιτυχία.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη