Είσαι μοναχοπαίδι, μονοφαγάς δηλαδή όλης της οικογενειακής αγάπης· έχεις την αμέριστη προσοχή των οικείων σου, έχεις το δικαίωμα να γίνεσαι κακομαθημένο με την καλή ή την κακή έννοια, να παίρνεις λίγα χάδια, λίγα παιχνίδια ή λίγη υπομονή παραπάνω, μέχρι μια ωραία πρωία να σου ανακοινώσουν οι δικοί σου πως σε λίγο καιρό θα έχετε έναν ακόμα στο μικρό σας παρεάκι. Ή δύο. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί και παραπάνω.

Η πρώτη σου αντίδραση είναι να χαρείς· δεν είναι από αλτρουισμό βέβαια, είναι που ως μεγαλύτερο αδερφάκι ενστικτωδώς νιώθεις πως θα αποκτήσεις ένα μαθητή, ένα μικρό, χαριτωμένο υπήκοο που θα παίζει μαζί σου, θα σου κάνει τα χατίρια, θα ακολουθεί τις διαταγές σου όποτε σε βολεύει, θα ‘ναι τα δικά του δικά σου και τα δικά σου δικά σου. Κι ο μικρούλης έρχεται και τίποτα πια δεν είναι όπως πριν.

Ξαφνικά, νιώθεις πως η αγάπη των γονιών σας μοιράζεται κι ενδόμυχα αναρωτιέσαι ποιον απ’ τους δύο αγαπάει πιο πολύ η μαμά, γιατί από τα τόσα δώρα που φέρνουν στο σπίτι στα ξαφνικά δεν είναι ποτέ κάποιο για εσένα, πότε στο καλό θα έρθει ένας καλός άνθρωπος να το πάρει αυτό το παιδάκι και τι εννοούν οι γονείς σου όταν λένε πως δε θα το πάρει κανένας, αλλά θα μείνει εκεί μαζί σας για πάντα;

Κάπως έτσι έρχονται τα αδέρφια στη ζωή των ανθρώπων, κι η κοινή τους ζωή μπορεί να ακολουθήσει δύο πορείες. Παίρνοντας τον δρόμο που βρίσκεται στα δεξιά, τα αδέρφια ταιριάζουν, αγαπιούνται, γίνονται φίλοι, μοιράζονται τα πάντα και το κάνουν με χαρά, είναι βοηθοί και σύμμαχοι ο ένας του άλλου, είτε ο εχθρός είναι κάποιος εξωτερικός παράγοντας είτε οι ίδιοι τους οι γονείς. Με λίγα λόγια η χημεία τους λειτουργεί, το γλυκό δένει, πετυχαίνει η συνταγή και ζουν αυτοί καλά και ποιος νοιάζεται αν έζησαν οι άλλοι καλύτερα.

Παίρνοντας απ’ την άλλη τον δρόμο προς τα αριστερά, συμβαίνει κάποια αδέρφια να μη λάβουν το memo περί κοινοκτημοσύνης και συμφιλίωσης και να γίνονται εχθροί εξ αίματος, να ζουν κάτω απ’ την ίδια στέγη σε διαρκή πολεμική ατμόσφαιρα, να πληγώνουν, να μειώνουν και να υποβιβάζουν το ένα το άλλο, να ανταγωνίζονται και να αλληλοζηλεύονται για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από εκείνο που δικαιολογούν οι παιδοψυχολόγοι, ίσως και για πάντα.

Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, πως τα αδέρφια που τα βρίσκουν δε σκοτώνονται ή δεν παίζουν σφαλιάρες πού και πού, ούτε πως εκείνα που μισιούνται δεν περνάνε περιόδους εκεχειρίας, σημαίνει όμως πως υπάρχουν αδέρφια που ταιριάζουν κι αδέρφια που δεν ταιριάζουν κι αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό κι ανθρώπινο, αρκεί αυτό τους το «μη ταίριασμα», ας το πω, να μην τους οδηγεί σε εχθροπραξίες, κάτι το οποίο δεν είναι έτσι κι αλλιώς φυσιολογικό ούτε μεταξύ αδερφών ούτε μεταξύ ξένων.

Μιλώντας από προσωπική εμπειρία, πάντα θαύμαζα τα αδέρφια που ήταν ταυτόχρονα και κολλητοί· εκείνα που έπαιζαν μαζί, που γελούσανε με τα ίδια αστεία, που είχαν κοινές παρέες, που περνούσαν τέλεια στις εξόδους τους. Εγώ, απ’ την άλλη, με την αδερφή μου ούτε μισό κοινό δεν είχαμε ποτέ, ούτε στη συμπεριφορά, ούτε στις παρέες μας, ούτε καν στις προτιμήσεις μας. Κατά την παιδική μας ηλικία ήμουν η σπαστική μεγάλη αδερφή που τα ξέρει όλα, που θέλει να έχει πάντα τα καλύτερα, που είναι κεφάλι αγύριστο και γενικότερα είναι για θεωρητικές μπάτσες, ενώ η μικρή μου ήταν πάντα εκείνο το καλόβολο μεν, κρυφά παραβατικό στοιχείο δε, που με υπομονή κι αγάπη αγνοούσε την αυστηρή συμπεριφορά μου και συνέχιζε τα δικά της, σπάζοντάς μου τα νεύρα μεν, κρατώντας τη σχέση μας αδερφική κι αποφεύγοντας πιθανές αιματοχυσίες δε.

Μεγαλώνοντας –ευτυχώς, Θεέ μου– έχουμε βρει τις κοινές μας συνισταμένες και γελάμε πολύ, μιλάμε αρκετά, κάνουμε καλή παρέα, κι ας συνεχίζω να ‘μαι η σπαστική μεγάλη αδερφή που τα ξέρει όλα, κι ας συνεχίζει κι εκείνη με τη σειρά της να ‘ναι το παραβατικό στοιχείο με το αγγελικό πρόσωπο, που ήταν πάντα. Ξέρουμε πως δεν ταιριάζουμε με λίγα λόγια, αλλά αυτό μας έχει κάνει να ταιριάζουμε κιόλας, και μπορεί μεταξύ μας να μαλώσουμε για το οτιδήποτε, αν επιτεθεί όμως σε εκείνη ή σε εμένα κάποιος εξωτερικός παράγοντας (βλέπε γονιός ή ξένος) η μία παίρνει το μέρος της άλλης, και μαζί είμαστε ανίκητες.

Ξέρεις, υπάρχουν αδέρφια που δε συμπαθιούνται καθόλου, κι αυτό δεν είναι ούτε τόσο σπάνιο ούτε τόσο παρανοϊκό όσο θέλει η κοινωνία να πιστεύεις. Ίσως φταίνε οι εγωισμοί και των δύο, ίσως η συμπεριφορά του ενός, ίσως πάλι να ευθύνονται οι γονείς κι οι αδυναμίες τους, που γκρέμισαν τις ισορροπίες, ίσως και κανείς από αυτούς, μα συμβαίνει. Κι αν η όλη θεωρία σου φαίνεται ξένη, τότε είσαι πολύ τυχερός, αν πάλι όχι, δεν πειράζει, να θυμάσαι πως το γεγονός ότι μοιράζεσαι γενετικό υλικό με κάποιον δε σημαίνει απαραίτητα πως είσαι αναγκασμένος να αντέχεις να περνάς πολλές ώρες μαζί του ή να ‘χετε κοινά ενδιαφέροντα, οπότε μην αισθάνεσαι ούτε λίγο άσχημα γι’ αυτό.

Τα αδέρφια μας είναι άνθρωποι, όπως όλοι οι άλλοι, κι έχουμε το δικαίωμα να τους συμπαθούμε ή να τους αντιπαθούμε, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως έχουμε το δικαίωμα να τους βλάπτουμε ή να τους σημαδεύουμε με τη συμπεριφορά και τα λόγια μας, καθώς αυτό είναι όχι μόνο μεμπτό αλλά και κατάπτυστο, και δυστυχώς έρχονται πολλές τέτοιες περιπτώσεις στο μυαλό μου, και χαίρομαι που όσο κι αν δεν ταίριαζα ποτέ με τη μικρή μου αδερφή, η σχέση μας είναι αγαπημένη κι υπεράνω μικροτήτων.

Να αγαπάτε τα αδέρφια σας, ακόμα κι αν δεν τα συμπαθείτε συνέχεια, ακόμα κι αν η αγάπη αυτή σημαίνει να κρατάτε σχέσεις τυπικές ώστε να μην πληγώνεστε από λόγια που μπορεί να πείτε πάνω στα νεύρα σας. Όπως κι εγώ αγαπάω την Αλεξάνδρα κι ας θέλω να την σκοτώσω που κάθε φορά που φοράει ρούχο μου, το επιστρέφει με άγνωστης ταυτότητας λεκέ που ποτέ δε βγαίνει, όπως με αγαπάει κι αυτή, κι ας θέλει να μου κοπανήσει το κεφάλι κάθε φορά που την αφήνω να κάνει μπάνιο χωρίς ζεστό νερό.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη