Η ανάγκη για φιλανθρωπία είναι πάντα επιτακτική, πόσο μάλλον στις μέρες μας. Κι εμείς, συχνά, δεν την αγνοούμε. Μας αρέσει να κάνουμε τους συνανθρώπους μας χαρούμενους, να νιώθουμε πως βοηθάμε κάπως, πως αλαφραίνουμε τη θέση τους ή τουλάχιστον πως βελτιώνουμε λίγο την κατάστασή τους. Είναι, όμως, αυτό που πραγματικά συμβαίνει; Είναι ο αλτρουισμός το κίνητρό μας; Μήπως μέσω των φιλανθρωπιών ικανοποιούμε περισσότερο τον εαυτό μας παρά την κοινωνία; Αρκεί μόνο το αποτέλεσμα ή θα έπρεπε να μας αφορούν και τα «γιατί;»;

Για τον καθένα η κοινωνική προσφορά μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο. Πολλοί από εμάς ανά καιρούς δίνουμε χρήματα σε οργανώσεις που υπερασπίζονται τα δικαιώματα του παιδιού, που πολεμούν για την εξάλειψη της πείνας και την ευαισθητοποίηση πάνω στο μεταναστευτικό, τον ρατσισμό, τις σοβαρές ασθένειες. Ζητήματα που άμεσα ή έμμεσα μας αφορούν όλους. Στο κανονιστικό σενάριο, όπου γνωρίζουμε πως οι οργανισμοί που επιλέξαμε κι εμπιστευτήκαμε είναι σοβαροί κι αξιόπιστοι και δεν κινδυνεύουν να καταχραστούν τα χρήματά μας, έχουμε κάνει, θεωρητικά, το καθήκον μας απέναντι στην κοινωνία και τους συνανθρώπους μας που αδιαμφισβήτητα χρειάζονται τη δική μας υποστήριξη.

Είναι, βέβαιο, όμως πως πέρα απ’ τη χαρά που δίνει η προσφορά μας, η ευχαρίστηση, η ικανοποίηση, που αποκτάμε εμείς όταν προσφέρουμε στους άλλους είναι απίστευτα ανακουφιστικό κι έντονο συναίσθημα. Παίρνει αυτομάτως από πάνω σου όποιο ενοχικό βάρος ίσως κουβαλούσες κι ενισχύει την αυτοεκτίμησή σου, αφού γνωρίζεις πως έβαλες κι εσύ ένα, μικρό ή μεγάλο, θεμέλιο για έναν ίσως καλύτερο κόσμο.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, σε έναν ωκεανό δυσκολίας, δυστυχίας, αδικίας, μίσους και μιζέριας, η σταγονίτσα μας δεν κατάφερε να αλλάξει και πολλά. Σ’ ένα ιδεατό σκηνικό, θα σκεφτόμασταν όλοι με τον ίδιο τρόπο πάνω σ’ αυτά τα θέματα, θα βοηθούσαμε και θα προσφέραμε όλοι, θα νοιαζόμασταν όλοι. Δε θα πεινούσαν παιδιά, ούτε θα πέθαιναν άνθρωποι γιατί δεν είχαν τα χρήματα που θα τους εξασφάλιζαν την κατάλληλη ιατρική φροντίδα.  Η δική μας σταγόνα ενδιαφέροντος, όμως, ήταν μια σπουδαία αρχή, ικανή να δημιουργήσει μια βροχή νοιαξίματος, με την ελπίδα να φέρει μια πλημμύρα αγάπης.

Κι ας ξέρουμε, λοιπόν, πως η δική μας μικρή βοήθεια δε θα καταφέρει να αλλάξει τον κόσμο, ίσως ούτε καν τη ζωή ενός μόνο ανθρώπου, δεν απογοητευόμαστε κι εξακολουθούμε να προσφέρουμε. Το κάνουμε, όμως, για εκείνους ή για εμάς; Όσο κι αν κάποτε δε θέλουμε να το δούμε, είμαστε πλάσματα εγωιστικά, μας ενδιαφέρει η ικανοποίησή μας, η γνώμη των άλλων για μας, λαχταράμε την αποδοχή, την επιβράβευση και (γιατί όχι;) και την ευγνωμοσύνη τους. Προσφέρουμε, μάλλον, περισσότερο στον εαυτό μας μια ανακούφιση, μια άφεση, μια πληρότητα, κι ίσως αυτό να μας κινητοποιεί περισσότερο απ’ το μικρό χαμόγελο που θα προσφέρουμε σε κάποιον άλλον.

Αισθανόμαστε καλύτερα με την αφεντιά μας, απολαμβάνουμε πιο ποιοτικά τον ύπνο μας κι εφησυχάζουμε για λίγο, αφού εμείς κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Κάπως έτσι μας ανυψώνουμε, μας βάζουμε στον νου μας σε υψηλότερη συγκριτικά με άλλους θέση κι όλο αυτό το εισπράττουμε σαν ευχαρίστηση.

Ίσως μάλιστα να λειτουργούμε έτσι σκεπτόμενοι πώς θα θέλαμε να φερθούν οι άλλοι σε αντίστοιχη δική μας λιγότερο ευνοϊκή θέση. Κι αυτή η σκέψη διχάζεται ανάμεσα στην ενσυναίσθηση και το εγωιστικό κίνητρο. Κάτι μεταξύ κοινωνικής ευαισθησίας και προσωπικού συμφέροντος. Όχι και τόσο ανιδιοτελές, δηλαδή. Κατά πόσο είναι όντως αλτρουιστική προσφορά η φιλανθρωπία μας, λοιπόν; Μήπως θέλουμε απλά να εγγυηθούμε στον εαυτό μας μια λύση για μια κατάσταση που τυχαία δε ζούμε και στην οποία δεν αποκλείεται, κάποτε, να βρεθούμε;

Σε κάθε περίπτωση, όποιο κι αν είναι το κίνητρό μας, όσο εγωιστική κι αν είναι η ανάγκη που μας σπρώχνει στην προσφορά και τον εθελοντισμό, όση σχέση κι αν έχει με τις καταβολές μας, το οικογενειακό μας περιβάλλον και τη θρησκεία μας, όσο μιμητικά κι αν πράττουμε κι όσο κι αν θέλουμε να γλυκάνουμε τις ενοχές και τις ανασφάλειές μας, το αποτέλεσμα παραμένει ίδιο κι είναι ιερό. Ας το κάνουμε για τον εαυτό μας, ας το κάνουμε για τους άλλους, μα ας το κάνουμε, ας βοηθήσουμε.

Συντάκτης: Μαριλένα Χατζημιλτή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη