«Δεν είμαι καλά, αλλά δε βαριέσαι, όλα καλά, θα περάσει». Πόσοι έχουμε πει κάτι αντίστοιχο ή σκεφτόμαστε κάπως έτσι κάθε φορά που κάποιο θέμα, ή ακόμη και η κακοκεφιά, κάνουν την είσοδό τους στην καθημερινότητά μας; «Άλλοι αντιμετωπίζουν πολύ χειρότερα, θα κολλήσω εγώ εδώ;», «Αν του δώσω αξία μόνο μεγαλύτερο θα γίνει», «Έλα τώρα ρε εαυτέ, σε είχα για δυνατότερο», «Τα λυγίσματα είναι για τα κουτάλια του Γιούρι Γκέλερ, εμείς κρατάμε χαρακτήρα» και φυσικά ξανά και ξανά το αγαπημένο «δεν είναι τίποτα σοβαρό, θα περάσει». Μήπως όμως είναι κάτι; Μήπως αυτή η στάση οδηγεί μαθηματικά στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που θέλουμε;

Για αρχή ας κάνουμε ένα μικρό διαχωρισμό, δε μιλάμε σήμερα για την κατηγορία που κρύβεται πίσω από το «είμαι καλά» ή έστω δε λένε κάτι τέτοιο στον εαυτό τους ακόμη κι αν το χρησιμοποιούν στους άλλους. Το έχουν πάει ένα βηματάκι παρακάτω, δέχονται κι αποδέχονται τα στραβά και τα άσχημα. Τα βλέπουν, δεν κάνουν το βλέμμα τους πιο ‘κει για να τα αποφεύγει. Μένουν όμως στην παραδοχή γιατί κατά κάποιον τρόπο η αντιμετώπιση στα ίσα φαντάζει λιγάκι στα μάτια τους σαν δείγμα αδυναμίας.

Άνθρωποι συχνά δυναμικοί, που έχουν μάθει να στέκονται στους άλλους. Να βάζουν πλάτη για κάθε στραβό και άσχημο που θα τύχει σε φίλο ή γνωστό. Να είναι οι πρώτοι που θα τρέξουν, που θα καθησυχάσουν, που θα ψάξουν για τη λύση και δε θα κλείσουν μάτι μέχρι να τη βρουν και να τη βάλουν και σε πράξη. Άτομα που έχουν ταυτίσει τον εαυτό τους με το ρόλο του σταθερού και του ψύχραιμου και που αγαπάνε όσο τίποτα το να νιώθουν πως και οι άλλοι έτσι ακριβώς τους βλέπουν.

Ρόλος με θέση συγκεκριμένη πάνω στη σκηνή, όρθια και αλύγιστη. Θέση επίσης ελαφρός ανταγωνιστική, αν μείνει κενή έστω και για λίγο κάποιος θα βρεθεί να την καλύψει, ακόμη λοιπόν και το ενδεχόμενο να βρεθεί κάποιος εκεί για να βοηθήσει το ίδιο το άτομο, φαντάζει σαν μια μικρή ήττα και ταυτόχρονα μετατόπιση. Άλλωστε, πώς να περιμένουν από άλλους να τους εμπιστευτούν αν δεν μπορούν να λύσουν πρώτα μόνοι τους τα δικά τους ζόρια; Ποιος θα εμπιστευτεί τελικά ένα δικηγόρο που για τα δικά του θέματα παίρνει καλού-κακού νομικές συμβουλές τρίτων; Με τα όρια της κοροϊδίας θα φλέρταρε μια τέτοια κίνηση στα δικά τους μάτια.

Αναίρεση του ποιοι είναι, τόσο σοβαρό το νιώθουν, τόσο πολύ το φοβούνται. Αναίρεση όλων όσων έχουν παλέψει για να στήσουν. Αναίρεση μιας εικόνας που τελικός της αποδέκτης δεν ήταν ξένα μάτια αλλά τα δικά τους. Μια τόση δα μικρή κίνηση σε μια στιγμή -που από μόνη της θα περάσει αν την αφήσουν, λένε- για την οποία αργότερα θα πρέπει να παλέψουν ώστε να αποδείξουν πως δεν ήταν αντιπροσωπευτική τους.

Άσε και το άλλο. Εκείνες οι φωνούλες στα κεφάλια τους οι κοροϊδευτικές, που φωνάζουν ότι όλες αυτές οι σκέψεις και τα συναισθήματα δεν είναι τίποτα πέρα από υπερβολικές αντιδράσεις. Εκείνες που λένε τα «δε σου το ‘χα» και τα «ψιλοπράγματα και κάνεις έτσι; Δεν το περίμενα από εσένα» και που φυσικά λεπτό δεν κοιτάνε αν προέκυψε κάτι όντως σοβαρό. Ανεξαρτήτου περίπτωσης μένουν εκεί, να ψιθυρίζουν πως ό,τι κι αν είναι αυτό που ζουν, θα μπορούσε να είναι και χειρότερο. Και δίνουν ταυτόχρονα και ένα μικρό παραθυράκι ασφαλείας που λέει πως «αν γίνει κάτι σοβαρότερο, τότε θα κινηθώ αλλιώς». Αν όμως αυτό το κάτι όντως συμβεί, τότε εκείνες απλώς υπενθυμίζουν πως σίγουρα δεν πρόκειται ακόμη για το τελευταίο σκαλί. Και τελικά η κατάληξη είναι ένας αέναος κύκλος ο οποίος πάντα αφήνει περιθώρια για λίγη ακόμη υπομονή, αλλά αφήνει έτσι και την ψευδαίσθηση πως ο έλεγχος δε φεύγει στιγμή από τα δικά τους χέρια.

Ποια είναι λοιπόν η λύση; Το παιχνίδι του «όποιος μιλήσει πρώτος έχασε» δεν είναι σίγουρα πάντως κι αυτό γιατί τα όσα δε λέμε ίσως να είναι τελικά κι αυτά που βρίσκουν τον τρόπο να απλώνονται σαν χταπόδια στα κεφάλια μας. Ας μη μας ξεγελάνε λοιπόν όλες εκείνες οι σκέψεις που λένε πως όταν κάτι δεν το πεις, θα βρει εκείνο τρόπο να φύγει μόνο του. Για να φύγει κάτι πρέπει να του ανοίξουμε την πόρτα της εξόδου και η σιωπή αν ήταν πόρτα θα ήταν εκείνη που οδηγεί στα πιο μέσα δωμάτια, σε αυτά που δεν έχουν καν παράθυρο για να λειτουργήσει σαν έξοδος.

Το θέλει το ξόρκισμά του το κακό για να ξεκουμπιστεί. Το απαιτεί για την ακρίβεια. Το ζητάει η ύπαρξή του. Αλλιώς βρίσκει τρόπο να βολευτεί στην ησυχία που του προφέρουμε, να μας δει σαν τον πιο φιλόξενο οικοδεσπότη και άντε μετά σηκωθεί να πει αντίο. Κι όλες εκείνες οι σκέψεις και οι φωνές που μιλούν για αδυναμία, θέλουν κι αυτές με τη σειρά τους το ίδιο ακριβώς ξόρκισμα. Ίσως μάλιστα να πρέπει αυτές να μπουν πρώτες στη σειρά, ίσως το να αντιμετωπίσουμε τα όσα εκείνες λένε ξεχωριστά από οποιοδήποτε άλλη μας σκοτούρα, να είναι και ο τρόπος να βρούμε τελικά το πώς να τις προγκήξουμε όλες μία-μία. Ίσως τελικά η στιγμή που δε θα συνοδεύσουμε το «δεν είμαι καλά» με το «αλλά δε βαριέσαι, θα περάσει» να είναι η στιγμή που όντως κάτι θα αλλάξει προς το καλύτερο.

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη