Φυγή, σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης, σημαίνει απομάκρυνση από κάποιο μέρος , αποφυγή μιας δυσάρεστης κατάστασης, σημαίνει όμως κι ανεύρεση μιας νέας ασφαλούς θέσης, ενός καταφυγίου. Πέραν όμως των σημασιών της λέξης, η φυγή ορίζεται ως ένα καθολικό κι απόλυτα διαχρονικά πανανθρώπινο φαινόμενο, που εκδηλώνεται άλλες φορές ως ανάγκη κι άλλες ως επιθυμία. Η εκπλήρωσή της ή η μη εκπλήρωσή της, αποτελούν διλήμματα κι αναστολές που την καθιστούν ένα ζήτημα πολύπλευρο κι όχι απλά μια ανθρώπινη κατάσταση.

Ποιος από εμάς δε θέλησε κάποια στιγμή να φύγει από κάτι; Από μια εμπειρία δεσμών εκδηλωμένη μέσω εξαντλητικών, τελειωμένων ή ακόμα και κοντά στο τέλος σχέσεων, μέσω συνηθειών που αποτελούν πια βαρίδι στην κατά τ’ άλλα όμορφη, βατή, καθημερινότητά μας. Ποιος  από εμάς δε θέλησε να’ αλλάξει ίσως κάποια στιγμή τρόπο ζωής, ή ακόμα και τον τρόπο σκέψης του ώστε να καταφέρει να νιώσει ελεύθερος από οτιδήποτε  μπορεί να θεωρηθεί ανασταλτικός παράγοντας για την εξέλιξή του. Από καθετί που μας κρατάει δέσμιους και μας δημιουργεί το αίσθημα του εγκλωβισμού, καταλήγοντας εν τέλει να περιορίζει τους ορίζοντες του προσωπικού, μα πολύτιμου μικρόκοσμού μας.

Γι’ όλα αυτά λοιπόν η φυγή είναι μια πολυσύνθετη ανθρώπινη κατάσταση που ο προσδιορισμός της διεγείρει πολλά και διαφορετικά ερωτήματα κι ερωτηματικά.

Ποιος θέλει να φύγει; Από πού θέλει να φύγει; Για ποιους λόγους; Με ποιες αφορμές; Χρειάζεται όντως αφορμή όταν κάποιος θέλει να φύγει; Κι αφού φύγει πού θα πάει; Έχει κάπου να πάει; Η φυγή είναι ηθελημένη ή αναγκαστική; Φεύγει ο αδύναμος ή ο πιο δυνατός; Και πώς νιώθει για όσα αφήνει; Και τι πιστεύει ότι θα βρει; Τι ακριβώς ψάχνει; Κι αν θελήσει να επιστρέψει; Είναι τελικά η φυγή λύση; Προσφέρει την πολυπόθητη λύτρωση;

Τέτοιου είδους ερωτήματα συναντάμε όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη φυγή. Μικρά, φαινομενικά απλά, μα στην ουσία συγκλονιστικά όταν απαντώνται. Κι είναι συγκλονιστικά διότι κάθε απάντηση που δίνεται μας φέρει αντιμέτωπους με τον εαυτό μας και μας κάνει να δούμε την αλήθεια μας που συχνά φορτώνουμε στα εύκολα θύματα, στους σημαντικούς μας άλλους. Αυτό το προκαλεί η δική μας ανασφάλεια, ο δικός μας φόβος, ο φόβος που γέννα η αβεβαιότητα για το καινούριο κι άγνωστο που ξετυλίγεται μπροστά μας.

Τοποθετούμε λοιπόν βολικά το βάρος της ευθύνης σε άλλα πρόσωπα, στα πιο κοντινά μας, διότι εμείς φοβόμαστε ν’ ακολουθήσουμε τη λογική, το ένστικτο, την καρδιά μας που μας υποδεικνύουν την ανάγκη εγκατάλειψης μιας νοσηρής κατάστασης. Μέχρι τη στιγμή που κάτι συμβαίνει, μια  συζήτηση με το σύντροφό μας που κατέληξε να είναι άγονη για ακόμα μια φορά κι ο φόβος γι’ αλλαγή νικάται. Εκείνη την ώρα αναλαμβάνουμε την ευθύνη μας και τότε φεύγουμε. Συνήθως με πληγωμένο εγωισμό, πληγωμένα συναισθήματα μα με ψηλά το κεφάλι κι αλώβητη αξιοπρέπεια.

Φεύγουμε και νιώθουμε πια περήφανοι που το τολμήσαμε. Κι ας φοβόμαστε για όσα θα έρθουν. Θέτουμε τους φόβους μας σε σιγή, δεν έχουν άλλωστε φανεί ακόμα. Και υπάρχει και πιθανότητα να μη φανούν ποτέ. Αν λοιπόν εμφανιστούν, τότε μόνο θα σκεφτούμε τους τρόπους διαχείρισής τους. Αυτό χρειάζεται να σκεφτόμαστε για να μας ενδυναμώσουμε, για να τα καταφέρουμε, για να γίνει αυτή η φορά, η τελευταία κι όχι ακόμα μία.

Φεύγουμε λοιπόν, όλοι εμείς που έχουμε την ανάγκη ν’ αλλάξουμε κάτι στη ζωή μας, που έχουμε την επιθυμία να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα κι ας φαντάζει τρομακτικό. Και ναι, η επιλογή αυτή, όταν είναι συνειδητή κι αιτιολογημένη είναι σίγουρα γενναία. Χρειάζεται θάρρος για να αντέξουμε ν’ παλέψουμε με τον εαυτό μας, να τον βάλουμε απέναντί μας, να τον κρίνουμε και να τον συγχωρέσουμε ταυτόχρονα για όσα μας έχει προκαλέσει μέχρι τώρα.

Εκείνος ο μοναδικός μας σύμμαχος, κάποιες στιγμές κι αυτός, μας εγκαταλείπει. Τι τραγική ειρωνεία. Η επίγνωση όμως αυτής της εγκατάλειψης όπως και του επαναπροσδιορισμού μας είναι οδυνηρή μα χρήσιμη. Μόνο που αυτή τη φορά είναι κι όμορφη είναι και θετική καθώς δηλώνει θάρρος, τόλμη, απελευθέρωση από τον ίδιο μας τον εαυτό. Συμβολίζει την παραδοχή, την αποδοχή, μιας δυσάρεστης κατάστασης και παράλληλα την επιθυμία αλλαγής, αποφυγής της. Η φυγή πάντα μα πάντα επιφέρει αλλαγή η οποία συχνά οδηγεί και στη βελτίωση πρώτα πρώτα του πώς εμείς οι ίδιοι νιώθουμε. Γι’ αυτό χρειάζεται να φεύγουμε.

Χρειάζεται να μπορούμε να παίρνουμε απόφαση μαζί κι ευθύνη. Να φεύγουμε από καθετί που δε μας κάνει ευτυχισμένους ακόμα κι αν το κόστος της απουσίας του είναι μεγαλύτερο απ’ αυτό της παρουσίας του. Να μπορούμε να παίρνουμε αποφάσεις, να είμαστε γενναίοι. Άλλωστε, όπως λέει κι ένα τραγούδι «όλα είναι δρόμος».

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ραυτοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου