

Υπάρχει μια σιωπηλή προσδοκία στην κοινωνία η οποία λέει πως πρέπει να είσαι πάντα δυνατός. Να κρατάς το κεφάλι σου ψηλά, να συνεχίζεις, να μην τα παρατάς όταν σου φωνάζουν όλα να το κάνεις, να έχεις πάντα τον ρόλο του βράχου στυλοβάτη στο σπίτι, στη δουλειά, στη σχέση σου, στη ζωή σου γενικά. Και όταν κάπως το καταφέρνεις ή δείχνεις πως το καταφέρνεις, όλοι σε θαυμάζουν, σου λένε ότι είσαι βράχος, πάντα εκεί αλύγιστος, δε σπας με τίποτα. Όμως κανείς δε σε ρωτάει πόσο σε κουράζει το να είσαι αυτός ο βράχος. Κανείς δε ρωτάει πότε επιτρέπεται να λυγίσεις, να παραιτηθείς, να πεις, φτάνει, ως εδώ, δεν μπορώ άλλο, δεν αντέχω.
Το να είσαι πάντα δυνατός δεν είναι υπερδύναμη, άλλα ένας ακόμη ρόλος. Ένας ρόλος που τον φοράς κάθε πρωί σαν πανοπλία, ακόμα κι αν μέσα σου αισθάνεσαι πως είσαι φτιαγμένος από γυαλί. Είναι η φωνή μέσα σου που λέει, «αντέχεις κι άλλο μην κλάψεις, μην γκρινιάζεις, μη φανείς αδύναμος», είναι εκείνο το χαμόγελο που φοράς ενώ μέσα σου βυθίζεσαι, αυτό το «καλά είμαι» που πάντα απαντάς όταν σε ρωτάνε «τι κάνεις;» κι ας ουρλιάζουν όλα μέσα σου. Κι αυτό, μέρα με τη μέρα, γίνεται βάρος, ένα βάρος που μοιάζει ακόμη βαρύτερο κι από τις ίδιες τις δυσκολίες που κουβαλάς.
Δε θα μείνεις σίγουρα αλώβητος· κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, το σώμα, το μυαλό, η ψυχή σου θα ζητήσουν να ξεκουραστούν, να ξεσπάσουν και να ηρεμήσουν. Όχι γιατί είσαι αδύναμος, αλλά γιατί είσαι άνθρωπος. Και η ανθρώπινη αντοχή έχει όρια. Όσο και αν σου φαίνεται περίεργο, όσο κι αν το αρνείσαι, το να μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να λυγίσει είναι σαν να προσπαθείς να κρατήσεις την αναπνοή σου για πάντα- αναπόφευκτο όπως καταλαβαίνεις ότι κάποια στιγμή θα πνιγείς.
Η κούραση του δυνατού ανθρώπου δεν είναι μία απλή και φαινομενική εξάντληση, είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Είναι ψυχική φθορά από μοναξιά, είναι το να σε κοιτάζουν όλοι και να περιμένουν λύσεις, αποφάσεις, σταθερότητα κι όλα αυτά συνήθως εκείνη τη στιγμή που εσύ χρειάζεσαι απλώς έναν ώμο να ακουμπήσεις, μία αγκαλιά για να κλάψεις, όχι να μιλήσεις απαραίτητα, ούτε να εξηγήσεις. Απλώς να είσαι για λίγο αδύναμος χωρίς να έχεις κρίση, χωρίς να πνίγεσαι από ενοχές.
Όμως, δυστυχώς, σου έχουν μάθει να ντρέπεσαι για τις στιγμές αδυναμίας σου. Σου έλεγαν πάντα ότι το κλάμα, το λύγισμα η φράση «δεν αντέχω άλλο» μοιάζει με ήττα. Κι έτσι, συνεχίζεις να παριστάνεις το σίδερο, γιατί φοβάσαι ότι αν σταματήσεις να είσαι ο δυνατός, όλα θα καταρρεύσουν γύρω σου. Και όμως, η ζωή δεν είναι μόνο στηριγμένη στις πλάτες σου. Δεν είσαι υπεύθυνος για την ισορροπία όλου του κόσμου· θυμήσου πως είσαι απλά ένα μέρος του, και όπως όλοι, έτσι και εσύ έχεις δικαίωμα να πατήσεις παύση.
Πότε είναι, λοιπόν, εντάξει να λυγίσεις; Η αλήθεια είναι ότι έχεις αυτό το δικαίωμα πάντα. Αν το σώμα σου δε σε ακολουθεί πια, αν η ψυχή σου ασφυκτιά, αν τα δάκρυα σε πνίγουν τα βράδια, αν ξυπνάς χωρίς κουράγιο, αν νιώθεις μόνος, τότε ναι, είναι ώρα να λυγίσεις. Είναι εντάξει. Δεν είναι παραίτηση, είναι ειλικρίνεια. Είναι η στιγμή που δεν παριστάνεις άλλο. Που επιτρέπεις στον εαυτό σου να πονέσει, να θρηνήσει, να ξεκουραστεί και κατά συνέπεια να ηρεμήσεις πετώντας από πάνω σου ένα βάρος. Είναι εκείνο το μεταίχμιο ανάμεσα στη σκέψη ότι «αντέχεις» και ότι «καταρρέεις», εκείνη τη στιγμή όπου μαθαίνεις τον εαυτό σου. Εκεί όπου γεννιέται η ενσυναίσθησή σου και ανθίζει η τρυφερότητά σου, πρώτα προς τον εαυτό σου και έπειτα προς τους άλλους. Γιατί μόνο όταν έχεις επιτρέψει στον εαυτό σου να είναι ευάλωτος, μπορείς στ’ αλήθεια να δεις και τους άλλους ως ευάλωτους χωρίς να τους κρίνεις,
Και συμβαίνει κάτι μαγικό εκείνη τη στιγμή που λυγίζεις· σπας εκείνο το προσωπείο της αψεγάδιαστης ζωής. Γίνεσαι χώρος για ειλικρινείς σχέσεις, για αυθεντικές συζητήσεις, για συναισθήματα που δε φοβούνται να φανερωθούν. Γιατί η αληθινή δύναμη δεν είναι η απουσία αδυναμίας, είναι η γενναιότητα να τη δείξεις.
Το σώμα σου, το μυαλό σου, πάντα σε προειδοποιούν. Κούραση, ταχυπαλμίες, ευερεθιστότητα, αϋπνίες, απομόνωση. Όλα εκείνα τα μικρά καμπανάκια που σου λένε να κατεβάσεις τις άμυνες και την ταχύτητά σου, όμως έχεις γίνει ειδικός στο να τα αγνοείς, μέχρι που έρχεται η κατάρρευση και τότε, αναρωτιέσαι γιατί δε σταμάτησες νωρίτερα. Η απάντηση είναι απλή: γιατί δε στο έμαθε κανείς, δε σου εξήγησαν πως η παύση δεν είναι αποτυχία, ότι η ανάσα, το διάλειμμα, το όχι τώρα, είναι τρόπος υγιούς επιβίωσης. Πως μπορείς να είσαι σπουδαίος ακόμα κι όταν κάθεσαι στην άκρη και απλώς υπάρχεις. Δεν είσαι χρήσιμος μόνο όταν παράγεις, όταν φροντίζεις, όταν πετυχαίνεις, αλλά είσαι πολύτιμος και όταν απλώς αναπνέεις, ζεις.
Μάθε να σέβεσαι το σώμα και την ψυχή σου όπως θα σεβόσουν ένα παιδί που πονάει· δε θα το πίεζες να συνεχίσει, αντιθέτως θα το αγκάλιαζες. Και να θυμάσαι πως δεν είσαι μόνος. Κανείς δεν είναι. Όσο πιο ειλικρινά μοιράζεσαι την ανθρώπινή σου κούραση, τόσο περισσότερο σπάει ο κύκλος αυτός και τότε, μπορεί να συμβεί κάτι απελευθερωτικό: Θα σταματήσεις να είσαι ο δυνατός και να γίνεις απλώς εσύ.