Κάποια στιγμή ας το παραδεχτούμε. Ας το συμφωνήσουμε μεταξύ μας, έστω κάτω απ’ το τραπέζι, ας δώσουμε τα χέρια, ας κοιταχτούμε με το πρέπον νόημα κι ας πάμε παρακάτω Ας πούμε αυτό που ισχύει. Χωρίς μεγάλες δηλώσεις περί αλήθειας ή γενναίες στιγμές θάρρους. Ας κουραστούμε, επιτέλους, να το ονομάζουμε αλλιώς. Ας εξαντλήσουμε τα «έτσι του πρέπει» κι ας το παραδεχτούμε.

Ας παραδεχτούμε ότι για κάθε «θέλω να σου πω κάτι σημαντικό», για κάθε σπουδαία μας ανακοίνωση στους άλλους για κάποιο μεγάλο γεγονός –ή έστω που θεωρούμε εμείς μεγάλο– κρύβεται ο πόθος μας για την έγκρισή τους. Ανεξάντλητα πηγάζει από μέσα μας –όπως οι χτύποι στο στήθος που αυξάνονται στην αγωνία να τους βρούμε γρήγορα, να τα πούμε όλα– η ανάγκη να ανακοινώσουμε αυτό που μας συμβαίνει. Ή αυτό που πρόκειται να μας συμβεί. Αυτό που ετοιμάζουμε, αυτό που θέλουμε να κάνουμε, να φτιάξουμε ή να δούμε να συμβαίνει.

Θέλουμε να χυθούμε στους δρόμους, να πάρουμε φόρα ανάλογη του πόσο θέλουμε να ζήσουμε αυτό που πάμε να ανακοινώσουμε, και να αρχίσουμε να το φωνάζουμε, να το τραγουδάμε και να το αναλύουμε. Καμιά φορά ακόμα όλα γίνονται γι’ αυτό. Ακόμα κι εμείς οι ίδιοι ζούμε γι’ αυτό, για να το πούμε, να το μάθουν οι άλλοι. Στο τέλος γινόμαστε αυτό που λέμε. Λέμε στους άλλους όσα δε λέμε σε μας, σωστά;

Να τους περιγράψουμε όλες τις λεπτομέρειες που αμελήσαμε σκοπίμως να δώσουμε στον εαυτό μας. Να μπούμε στον ρυθμό των λέξεων έξω, για να παίζει το μέσα στο υπόβαθρο, σαν τις διαφημίσεις στο αθόρυβο, μέχρι να αρχίσει πάλι το κυρίως έργο. Αυτό που είναι βουβό. Αυτό που δε μιλάει, δεν ακούγεται και κανείς δεν έχει γνωρίσει τη φωνή του. Κανείς δεν ξέρει τι ήχο κάνει όταν κουράζεται, όταν πονάει, όταν χωρίς να ‘χει νικήσει τίποτα, σηκώνεται πάλι και το πιάνει απ’ την αρχή.

Γιατί ακούγεται μόνο μέσα. Το λες μόνο στον εαυτό σου. Το λες πρώτα σε ‘σένα, όταν το ξέρεις. Όταν είσαι σίγουρος. Όταν τις επιβεβαιώσεις τις έχεις φτιάξει εσύ, οι απ’ έξω είναι απλά η διακόσμηση σε κάτι που δε θα τολμούσαν να αγοράσουν. Σε κάτι που δεν ήξεραν ότι θα κοσμούσε ένα χώρο πριν εμφανιστείς εσύ. Δεν είσαι καλύτερός τους κι ίσως να μην καταφέρεις παραπάνω από εκείνους. Ίσως και τίποτα από όσα ονειρεύτηκες ή προσπάθησες. Είσαι απλά σίγουρος.

Ο σίγουρος έχει αυτή την όψη της ηρεμίας, γιατί η καταιγίδα που βράζει είναι απ’ τον καιρό που παίρνει πάντα μαζί του, όπου πάει. Έχει το ανάστημα μιας έμπειρης κούρασης, που ξέρει ότι όλα είναι ένας αγώνας όπου η ξεκούραση είναι για όσους θέλουν να βγουν να διαλαλήσουν ότι την αξίζουν μόνο. Έχει τα μάτια της ασφάλειας, γιατί έψαξε να την βρει μέχρι που την εξάντλησε και την έκανε σύμμαχο. Έχει τα χέρια της προσμονής, γι’ αυτό που δε θα ‘ρθει μόνο του, αλλά θα πάει να το φέρει.

Χωρίς να το πει σε κανέναν, χωρίς να το μάθει καμία ψυχή, εκτός από αυτή που ζει μέσα του.  Χωρίς χτύπο σε καμία πόρτα για ανακοίνωση, παρά μόνο αυτόν της καρδιάς του.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη