Καμπαρέ μια λέξη κι άσε τον νου σου να τρέξει. Στο αυθεντικό, σκοτεινό καμπαρέ, αυτό που στο άκουσμά του έρχονται στο μυαλό εικόνες από καλλίγραμμα κορμιά, μαύρη δαντέλα, λάμψη από εκθαμβωτικά στρας, χορευτικές μελωδίες κι αμαρτωλή αισθητική. Συνυφασμένο με παλιές εποχές, μυστηριώδες και vintage, το καμπαρέ έγραψε τη δική του πορεία στο χώρο της διασκέδασης μ΄έναν πολύ πρωτοποριακό κι ιδιαίτερο τρόπο.

Η ιστορία ξεκινά αρκετά πριν από τα φαντασμαγορικά σόου που έχουμε στο μυαλό μας, κάπου γύρω στο 1881, στη Γαλλία φυσικά και για την ακρίβεια σε μια μποέμ γειτονιά του Παρισιού την Μονμάρτη. Εκεί δημιουργήθηκε το περίφημο Chat noir, από τον Rodolphe Salis ο οποίος είχε την ευφυή ιδέα να παντρέψει φαγητό και ποτό μ’ ένα είδος θεάματος που προερχόταν από κάθε λογής καλλιτέχνη. Σύντομα, ποιητές, συγγραφείς, ζωγράφοι και ομιλητές παρουσίαζαν με τεράστια επιτυχία τις νέες τους δημιουργίες κι αντάλλασσαν απόψεις σ΄μέναν ζεστό και φιλικό χώρο που έγινε στέκι ανάμεικτων κοινωνικών τάξεων και ιδεών. Λίγα χρόνια μετά, δημιουργήθηκε το μεγαθήριο που λέγεται Moulin rouge.

Αποτελεί ακόμη και σήμερα σημείο αναφοράς της πόλης του φωτός, συμβολίζοντας το avant garde κίνημα και την belle époque. Με βασικό στοιχείο το glamour, τα θεάματα που θα ενέπνευσαν για πολλά χρόνια ακόμα ένα νέο είδος ψυχαγωγίας, έμελλαν να συμβούν πίσω από τον χαρακτηριστικό κόκκινο ανεμόμυλο που δεσπόζει στην είσοδό του. Πολυτελείς αφράτοι καναπέδες, ακριβό βελούδο καμωμένο σε βαρύτιμες κουρτίνες, αστραφτεροί πολυέλαιοι κι άφθονη σαμπάνια προσέδιδαν μια νότα λάμψης και πολυτέλειας στη υποβαθμισμένη πριν, Μονμάρτη. Το πρόγραμμά του περιλάμβανε αιθέριες παρουσίες με πλουμιστά αισθησιακά κοστούμια και χαλαρά ήθη, εντυπωσιακά χορευτικά, τραγούδι και διασκεδαστές υψηλών απαιτήσεων σ΄ένα παριζιάνικο κοινό που είχε εκστασιαστεί από το υπερθέαμα.

Στο χώρο κυριαρχούσε ένας βαθύς και καθαρός ερωτισμός. Το ονειρικό συγχεόταν με το σαρκικό, διεγείροντας όλες τις αισθήσεις του θεατή. Παρ΄όλη την κατακραυγή της εποχής, για την απροκάλυπτη προσφορά σωματικών απολαύσεων, άνδρες από κάθε γωνιά του Παρισιού, ανάμεσά τους και οι διάσημοι ζωγράφοι Πικάσο και Ρενουάρ, ερχόντουσαν στον κατάμεστο πολυ-χώρο για ν’ απολαύσουν το μοναδικό στο είδος του, σόου. Σημαντική συνεισφορά έκανε ο γνωστός ζωγράφος Toulouse-Lautrec ο οποίος σχεδίαζε όλες τις αφίσες των θεαμάτων απαθανατίζοντας τις εντυπωσιακές χορεύτριες και τη γένεση του, όχι και τόσο σεμνού για την εποχή χορού, can-can.

Οι περσόνες αυτές ζούσαν σε μία εύθραυστη πραγματικότητα μεταξύ του ιερού και του υλικού. Ανέπνεαν μόνο για τη σκηνή, τα φώτα και τον θαυμασμό του αρσενικού πληθυσμού. Τις χαρακτήριζε η ιεροτελεστία στην προετοιμασία τους πριν βγουν στη σκηνή. Ήταν πραγματικές σταρ και κατείχαν ξεχωριστή θέση στο πάνθεον του καλλιτεχνικού χώρου της εποχής. Αποκαλυπτικοί κορσέδες, φανταχτερά φτερά και πούπουλα που κάλυπταν ψηλά καπέλα και φουσκωτές φούστες, ζαρτιέρες που φούντωναν τη φαντασία κι εντυπωσιακά κοσμήματα ολοκλήρωναν τη θεσπέσια εικόνα αυτών των γυναικών.

Κάπου μετά τον πρώτο παγκόσμιο, η Γερμανία ξεκίνησε το δικό της κίνημα καμπαρέ με προσθήκη πολιτικής σάτιρας κι αργότερα ακολούθησε η Αμερική προσδίδοντας έναν πιο εμπορικό ακόμη χαρακτήρα, με αισθησιακά striptease, που ανέβασαν κι έριξαν απότομα τη φήμη των καμπαρέ. Στην Ελλάδα ο θεσμός του καμπαρέ εμφανίστηκε κάπου το 1914 με κύριους πρεσβευτές τα μεγάλα λιμάνια της χώρας, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη. Ήταν μία περίοδος δύσκολη για την Ελλάδα σε αντίθεση με την γαλλική άνθιση. Τα μεγάλα λιμάνια φόρτιζαν τις γύρω περιοχές της Τούμπας και της Τρούμπας με εξοδούχους ναύτες που δίψαγαν για εφήμερες απολαύσεις, γυναικεία συντροφιά κι αλκοόλ, οπότε και τα καμπαρέ συνδυάστηκαν με τα κακόφημα μπαρ και τους οίκους ανοχής. Μια ιδιαίτερα ζωντανή εικόνα μας δίνει η ταινία του 1963, Kόκκινα φανάρια, που περιγράφει την σκληρή μεταπολεμική πραγματικότητα μέσα απ’ αυτά τα μέρη.

Μετά τη μεγάλη παρακμή σε μια εποχή μεταγενέστερη, οι συντελεστές των μεγάλων καμπαρέ θέλοντας να αποτινάξουν την ταμπέλα του έρωτα επί πληρωμή, τα ανακατασκεύασαν χωροταξικά αλλά και θεματικά, κάνοντας το προϊόν τους καθαρά αρτιστίκ, καταφέρνοντας έτσι να προσελκύσουν πιο ποιοτικό κοινό και δίνοντας μια νέα πολυτελή νότα στο σύγχρονο καμπαρέ.

Ευτυχία, τρέλα, αισθήσεις, παρακμή, βρωμιά κι ελευθεριότητα· λέξεις ταυτόσημες του αυθεντικού καμπαρέ. Ατμόσφαιρα που θα μας θυμίζει πάντα η Liza Minnelli στην ομώνυμη ταινία και η Dita Von Teese στην πιο σύγχρονη εποχή, υπηρετώντας με σεβασμό το ύφος του παλιού καλού καμπαρέ.

Συντάκτης: Γεωργία Βλασερού
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου