Υπάρχουν λογιών-λογιών μάνες. Μάνες υπερπροστατευτικές, ασφυκτικές, πιεστικές και μάνες άνετες, που επιδιώκουν μια πιο φιλική σχέση με τα παιδιά τους. Μάνες που είναι εκεί για τα σπλάχνα τους σε κάθε σημαντική ή μη στιγμή της ζωής τους και μάνες που απουσιάζουν ολοκληρωτικά. Υπάρχουν βέβαια και οι μάνες που του δίνουν και καταλαβαίνει, που βγαίνουν, ξενυχτάνε και γυρίζουν σπίτι κάθε φορά και με κάποιον άλλον. Δεν είναι επιστημονική φαντασία, τέτοιες μάνες υπάρχουν και δεν είναι τόσο σπάνιο είδος.                                      

Όταν μια γυναίκα φέρνει στον κόσμο ένα παιδί, γίνεται αυτόματα υπεύθυνη για αυτό. Υπεύθυνη να το φροντίζει, να το προσέχει, να το αγαπά χωρίς περιορισμούς. Θέλει να το βλέπει ευτυχισμένο κι εκείνη με τη σειρά της να αντλεί ευτυχία από εκείνο. Επιδιώκει να του δίνει την αμέριστη αγάπη της κι εκείνο σαν σφουγγάρι να την απορροφά, να κρατά λίγη για τον εαυτό του και με τη σειρά του να την μοιράζει στους γύρω του. Στην ουσία γίνεται πρότυπο γι’ αυτό και θέλει να της μοιάσει καθώς μεγαλώνει. Να το βλέπει να γίνεται μία εξελιγμένη έκδοσή της και με καμάρι να φωνάζει «Αυτός είναι ο γιος μου!» ή «Αυτή είναι η κόρη μου!».

Όταν όμως με τις πράξεις της θέτει το παιδί της υπεύθυνο για εκείνη, χωρίς να τη νοιάζει πώς νιώθει, χωρίς να σκέφτεται ότι το σημαδεύει ψυχολογικά, τι γίνεται τότε; Ξέρω ότι δεν υπάρχει κάποιος νόμος που να λέει ότι η μάνα πρέπει να είναι τύπος και υπογραμμός απέναντι στα παιδιά της. Όπως ξέρω κι ότι κανένας γονιός δεν υπογράφει κάποιο συμβόλαιο καλής και υποδειγματικής συμπεριφοράς με τη γέννησή τους. Όμως δεν είναι αυτονόητο;

Πώς μπορεί αυτή η μάνα να είναι τόσο εγωίστρια ώστε να μη την νοιάζει που η συμπεριφορά της φέρνει δάκρυα στα μάτια του επτάχρονου που μεγαλώνει μέσα στο σπίτι της; Και που αυτή η συμπεριφορά το στιγματίζει για μια ζωή; Δεν είναι έφηβη πλέον, έχει υποχρεώσεις απέναντι σε ένα μικρό ανθρωπάκι που τη φωνάζει «μαμά».

Μπορεί να πήρε διαζύγιο από έναν άντρα που την κρατούσε δέσμια σε τέσσερις τοίχους και να θέλει να βγει, να ξεσκάσει και να πανηγυρίσει για την ελευθερία της. Μπορεί απλά να της σάλεψε και να νιώθει ξανά είκοσι χρονών, έτοιμη για νέα μεθύσια που καταλήγουν σπίτι της με τον τύπο που τη φλέρταρε στο μπαρ. Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάει  όμως είναι ότι απέναντι από το δωμάτιό της είναι το δωμάτιο του παιδιού της και ότι αυτό το παιδί την ακούει να αναστενάζει και να θέτει τον εαυτό της έρμαιο στα χέρια του κάθε αγνώστου.

Αυτό δεν είναι απελευθέρωση, αλλά καθαρή ξεφτίλα. Είναι ξεφτίλα προς τον εαυτό της και κυρίως προς τον άλλο, μικρότερο εαυτό της που κάθεται όλη τη νύχτα πίσω από την πόρτα του και περιμένει πότε ο άγνωστος θα φύγει για να τακτοποιήσει το χάλι της. Το οποίο χάλι δε θα έπρεπε να ήταν καν εκεί. Θα έπρεπε να παραμείνει καλά φυλαγμένο στο πίσω μέρος του μυαλού της, τότε που ήταν ελεύθερη από έγνοιες κάθε είδους. Τώρα πλέον δεν επηρεάζει μόνο εκείνη, αλλά και το παιδί της.

Τέτοιου είδους εγωισμοί δε χωράνε στις οικογενειακές σχέσεις. Πόσο μάλλον στις σχέσεις που το μόνο γονικό πρότυπο είναι η μάνα. Το παιδί χάνει την αθωότητά του, μεγαλώνει απότομα και πολλές φορές η άσχημη παιδική του ηλικία επηρεάζει την μετέπειτα ζωή του και τις σχέσεις που αναπτύσσει. Μια μάνα που ο μόνος της στόχος είναι να σπάσει το ρεκόρ της σε σφηνάκια και one night stands είναι μια μάνα αχρείαστη, ανίκανη να μεγαλώσει σωστά το σπλάχνο της.

Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις παιδιών που μέσω τέτοιων καταστάσεων στο σπίτι, βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα, ωριμάζουν και αρνούνται να συμπεριφερθούν με αυτόν τον τρόπο στα δικά τους παιδιά. Αυτό δε σημαίνει ότι έχουν ξεπεράσει τα παιδικά τους τραύματα. Αυτό σημαίνει ότι επιλέγουν να μην αναπαράγουν τα λάθη που τα σημάδεψαν. Επιλέγουν να ζήσουν τη δικιά τους ζωή, κι όχι αυτή που οι μητέρες τους σχεδίασαν για εκείνα.

Συντάκτης: Μαριάννα Συμεωνίδη