Κανείς δε σου ‘πε να γυρίσεις αν δε θες. Δεν κρατάς το νερό με τη χούφτα σου, ούτε τον ήλιο εμποδίζεις βάζοντας μπροστά στα μάτια τα δάχτυλά σου. Κι ο ήλιος θα φέγγει και το νερό θα ρέει, κι εσύ στάσιμος να προσπαθείς να συμμαζέψεις τα ασυμμάζευτα του χώρου. Όσα σκόρπισες, όσα σου έπεσαν, όσα αρνήθηκες να σηκώσεις και να στολίσεις πάλι. Προφανώς και δε θυμάσαι σε τι θέση τα είχες, πάνω στον πανικό ξεχνάμε τα αυτονόητα. Μέσα σε κούτες ήταν, οι ίδιες κούτες που σου ζήτησα να μου φέρεις για να μαζέψω τα αποκαΐδια απ’ τη φωτιά που πρόλαβα να σβήσω λίγο πριν κάψει και την τελευταία ελπίδα.

Όχι. Θα κρατήσω μια ελπίδα για εμένα. Θα την πλάσω σαν σπίρτο και θα περιμένω να φουντώσει ξανά η όρεξή μου για ζωή μήπως ξεκουνήσω και απλώσω τα υπόλοιπα κομμάτι από το παζλ, να τα τακτοποιήσω κι αυτά να μη μου μείνει καμία άλλη εκκρεμότητα από εσένα. Μη μου κουράζεσαι. Μην κουράζεσαι να τακτοποιήσεις τα συντρίμμια. Είναι δικαίωμα δικό μου και απόλυτο προνόμιό μου να τελειώνω τη συζήτηση όποτε δω πως ξέφυγε το δάκρυ και κυλάει ανεξέλεγκτη η αξιοπρέπεια προς τη θάλασσα.

Για μία φορά ακόμα κράτησα γερά. Για δυο φορές ακόμα γύρισα να κάνω μια επανάληψη στον χώρο. Μπορεί και να μη σε ξαναδώ, μα η ανάγκη για αναμνήσεις είναι η μόνη ευκαιρία που μου δίνεται για να κρατώ κι εγώ τη σκέψη μου ανανεωμένη. Και θα μου πεις. Πώς γίνεται να σε ανανεώνουν οι αναμνήσεις; Είναι που κάθε φορά που γυρίζω πίσω, κάθε φορά που τα σκέφτομαι όλα από την αρχή, συμπληρώνω δικά μου στοιχεία, τοποθετώ αλλιώς τα δεδομένα, κάνω ό,τι θέλω, όπως ακριβώς το θέλω, χωρίς να ρίχνω βάρος πουθενά αλλού.

Αναλαμβάνω κάθε ευθύνη, απολαμβάνω κάθε φευγιό και κάθομαι όση ώρα θέλω σε όποια στιγμή με βολεύει. Ένα πράγμα μένει μόνο ίδιο. Η στιγμή που έρχεται το φινάλε. Εκεί ξεκολλάω αμέσως, δεν στέκομαι παραπάνω καθόλου. Άχτι το ‘χω να φύγω και μία φορά χωρίς να χρειάζεται να κοιτάξω πίσω. Χωρίς να χρειάζεται να ζητήσω μια ευκαιρία ακόμα, χωρίς να θέλω να δώσω άλλη ευκαιρία. Τι να τις κάνεις τις ευκαιρίες; Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Ή τους δέχεσαι ως έχουν ή γυρνάς την πλάτη και φεύγεις απτόητος, γνωρίζοντας πως τουλάχιστον δεν παρακάλεσες, δεν γκρίνιαξες δεν προσπάθησες να αλλάξεις κανέναν. Τους ήθελες όλους αυθεντικούς, κι αυθεντικούς τους άφησες, ανεξάρτητα αν δε σου ταίριαξε η αυθεντικότητά τους. Εσύ έμεινες αυθεντικός; Αυτό έχει σημασία.

Και κάθομαι και σκέφτομαι τις πράξεις μου. Κάθε πράξη μου εκδήλωνε και μια επιθυμία. Κι ήταν άνισες οι επιθυμίες μας. Άλλα ήθελα εγώ άλλα ήθελες εσύ. Και κάπως έτσι, μέσα σε τόσες αντιθέσεις κάποιος θα ήταν πιο αποφασισμένος. Κάποιος θα κοίταγε το ρολόι μα δε θα έβλεπε απλούς δείχτες να κυλάνε κυκλικά. Θα έβλεπε ολόκληρη ζωή να περνάει και να χάνεται χωρίς να έχουμε ακόμα αποφασίσει τι θέλουμε να την κάνουμε, πώς θέλουμε τέλος πάντων να ζούμε.

Πρόσεξα τα σημάδια σου, όλα, ένα προς ένα. Πρόσεξα τη γοητεία σου για μία φορά ακόμα πόσο εύκολα τη χαράμιζες για να πάρεις κολακείες να συμπληρώσεις το κενό αγάπης. Πρόσεξα τα βήματά σου πόσους κραδασμούς και γρατσουνιές προκαλούσαν, μα κυρίως πρόσεξα τα μάτια σου. Αυτά τα μάτια, που όλο το χάος κι αν βάλεις δίπλα τους η μάχη ήταν ξεκάθαρη. Το ίδιο το χάος θα έχανε μόνο για μία ματιά σου.

Μα ξέρεις κάτι; Κι εγώ σκόπευα να χάσω για χατήρι σου. Θα άφηνα εγωισμούς και θα έδινα όλη μου την προσοχή να σε κρατώ κοντά μου. Μα ξέρεις ποιο ήταν πάντα το πρόβλημα; Ό,τι όσο σε παρακολουθούσα και σε πρόσεχα, δεν έμενες ο ίδιος. Άλλαζες όψεις, γινόσουν άδειος, μετά γεμάτος, τη μία απότομος, την άλλη γλυκός. Και κάπου μπερδεύτηκα, και σίγουρα το έχασα και αποφάσισα άλλη προσοχή να μη σου δώσω. Άλλο χάδι να μη χαραμίσω αν είναι να χαϊδεύω σώμα δοσμένο αλλού. Σε εκείνο το αλλού να πας και να μην προσέχεις. Η προσοχή σου δεν κάνει για όλους, δε χωράει σε όλους, γιατί είναι κάποιοι που ξεσκεπάζουν το ψέμα γρήγορα και δεν μπορείς να τους πλανέψεις για πολύ.

Ευτυχώς που ήξερα μέχρι πού να φτάσω μαζί σου. Ευτυχώς που δεν τρελάθηκα μες τη χαοτική λογική σου. Ευτυχώς έφυγα πριν αναλωθώ σε πικραμένες υποσχέσεις που θα μετάνιωνα μια ώρα αρχύτερα. Μία ώρα αρχύτερα, λοιπόν. Παίξαμε μια παρτίδα οι δυο μας. Πήγες να κάνεις κόλπα, έτρεξες να πανηγυρίζεις νομίζοντας κέρδισες, μα δεν υπολόγισες ποιος ήταν αυτός που σου έμαθε πρώτος το παιχνίδι.

Συντάκτης: Μάιρα Τσιρίγκα