Κι εκεί που η ώρα περνά και ο ύπνος δεν λέει να σου κάνει την τιμή και να σε πάρει, έχεις την ανάγκη να μιλήσεις με κάποιον. Ανοίγεις το κινητό και μπαίνεις στα μηνύματα. Αρχίζεις να κάνεις scroll down τσεκάροντας μήπως και υπάρχει κάποια ψυχή που να ξαγρυπνά μέσα στα άγρια χαράματα όπως κι εσύ. Συνεχίζεις να κατεβαίνεις, κοιτάζοντας στα πεταχτά τα ονόματα, μέχρι που το δάχτυλό σου σταματά να κινείται και σκαλώνεις σ’ ένα όνομα. Τόσο οικείο αυτό το όνομα, όσο και το σφίξιμο που ένιωθες στην καρδιά όταν το πρόφερες εσύ κάποτε.

Αυτό το σφίξιμο που νιώθεις ακόμα και τώρα που το διαβάζεις. Κοιτάς επίμονα και με παράπονο στο βλέμμα σου το τελευταίο μήνυμα, όσο το δάχτυλό σου αιωρείται πάνω από τη φωτογραφία σαν να χαϊδεύει το απεικονιζόμενο πρόσωπο. Και τότε δειλά-δειλά, ακουμπάει επάνω στο όνομα ανοίγοντας τη συνομιλία.

Τόσο καιρό προσπαθούσες να ξεχάσεις και αποφεύγεις ακόμα να διαβάσεις τα μηνύματα. Μα τώρα, κάτι σε ωθεί να ρίξεις μια ματιά και να αναπολήσεις. Η ώρα είναι περασμένη, τριγύρω δεν υπάρχει ψυχή και δε θα σε κρίνει κανείς για αυτό το παραστράτημα που πας να κάνεις. Μπαίνεις στις φωτογραφίες, ανοίγεις την πρώτη και προχωράς μέχρι και την τελευταία.

Πίσω από την κάθε παγωμένη ανάμνηση που αναπαρίσταται στην οθόνη σου, υπάρχει μια ιστορία που διηγείσαι λεπτομερώς ξανά στον εαυτό σου, μηχανικά, σαν να διαβάζεις ένα παραμύθι. Βουρκώνεις ενώ πολλές φορές πιάνεις τον εαυτό σου να χαμογελάει, όχι από χαρά, μα από λύπη και νοσταλγία. Σκέφτεσαι πως αν ποτέ είχες την ευκαιρία να γυρίσεις τον χρόνο πίσω, θα το έκανες μόνο και μόνο για να ξαναζήσεις αυτές τις στιγμές και δυο και τρεις φορές.

Μα δε γίνεται. Πας ξανά στη συνομιλία. Διαβάζεις τα τελευταία μηνύματα, νιώθοντας ένα μικρό κόμπο να ανεβαίνει μέχρι τον λαιμό. Φαίνονται πιο σκληρά τα λόγια που ειπώθηκαν πάνω στον θυμό, τώρα που τα βλέπεις ήρεμα και καθαρά. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το θυμό που ξεφεύγει από τον έλεγχό σου. Πώς μπορέσατε να μιλήσετε τόσο σκληρά ο ένας στον άλλο χωρίς να σκέφτεστε τον πόνο που δημιουργείτε, ή ακόμα χειρότερα, πώς θα μπορούσαν αυτά να είναι τα τελευταία λόγια που θα ανταλλάσσατε ποτέ; Μακάρι να τα βλέπατε αυτά τότε, σκέφτεσαι, γιατί πλέον είναι αργά να πάρετε πίσω όλα αυτά που είπατε και κάνατε.

Ίσως τελικά το να θάψεις όλα αυτά που ένιωθες, να αλλάζεις θέμα στο άκουσμα του ονόματος αυτού ή και να αλλάζεις πεζοδρόμιο μόλις εμφανίζεται μπροστά σου, δεν ήταν και η καλύτερη απόφαση που πήρες ποτέ. Ένστικτο θα μου πεις, ήθελες να προστατεύσεις τον εαυτό σου από τον πόνο και προσπάθησες μάταια καθώς φαίνεται να αποφύγεις αυτό που περνάς τώρα. Μα πραγματικά τι περίμενες, να ξεχάσεις όλα όσα έγιναν, όσα σε έκανε να νιώσεις κι όλα ωραία κι ανθηρά; Και πες ό,τι επιφανειακά, μέσα στο μυαλό σου, το κατάφερες. Το σώμα σου όμως;

Αχ αυτό το σώμα, ώρες-ώρες σε κάνει ό,τι θέλει. Λες και τα χέρια σου θυμούνται με τι λαχτάρα έπαιρνες το κινητό και προσπαθούσες, σαν έβλεπες το όνομα, να το ανοίξεις όσο πιο γρήγορα μπορείς και να απαντήσεις. Ίσως, βέβαια, γι’ αυτό να πάτησες πάνω χωρίς να το πολυσκεφτείς και ο λόγος που το έκανες να είναι αυτή η λαχτάρα που σιγοκαίει ακόμα μέσα σου.

Συνειδητοποιείς ότι σου λείπει, σου λείπουν οι αόριστες συζητήσεις που κάνατε μέχρι να σας βρει το ξημέρωμα, οι στιγμές που περνούσατε μαζί όπως και οι δήθεν καβγάδες για μικροπράγματα που ζωντάνευαν τη φλόγα μέσα σας και καταλήγατε να κάνετε παθιασμένο σεξ. Σου λείπει αυτή η φωνή που ηρεμούσε την ψυχή σου όταν σου ψιθύριζε ή ακόμα και όταν απλώς σου μιλούσε. Η φωνή που τώρα έχει χαθεί και άντε στην καλύτερη να την ακούσεις σε κάποιο από τα βίντεο που υπάρχουν ακόμα στη συνομιλία σας.

Περνά από το μυαλό σου η σκέψη να στείλεις ένα μήνυμα, να δεις αν είναι καλά. Ίσως να προχωρήσει περισσότερο η κουβέντα, να θυμηθείτε τα παλιά. Ίσως σου πει πως δεν έλειψε μόνο σε σένα και πως κάθε βράδυ κοιτάζει τα μηνύματα όπως κάνεις κι εσύ τώρα, αναπολώντας τα παλιά, περιμένοντας ένα μήνυμά σου. Από την άλλη, όμως, πέρασε τόσος καιρός και δεν έκανε καμία προσπάθεια. Όπως ούτε κι εσύ έκανες.

Όμως ό,τι έγινε, έγινε. Το τελειώσατε έτσι και χάραξε ο καθένας τη δική του πορεία. Μια αναδρομή στα περασμένα εξαιτίας των παλιών μηνυμάτων που κοιτάς αυτή τη στιγμή, είναι απλά στιγμή αδυναμίας και έντονου συναισθηματισμού που δεν αλλάζει το παρελθόν. Ο καθένας πήρε τον δρόμο του κι ίσως συνήθισε με την απουσία του άλλου. Ίσως, είναι καλύτερα έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα και για τους δύο. Γιατί, λοιπόν, να ανακατέψεις ξανά δυο ζωές που ίσως καταλήξουν στα ίδια αν όχι και χειρότερα απ’ ό,τι ήταν πριν; Αξίζει να το κάνεις για μια στιγμή αδυναμίας; Αυτό θέλεις; Αναρωτιέσαι…

Ε λοιπόν, η απάντηση είναι στο χέρι σου…

 

Συντάκτης: Μαρία Εφρεμίδη
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα